Translation meaning & definition of the word "wetter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλύτερα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wetter
[Υγρότερο]/wɛtər/
noun
1. A chemical agent capable of reducing the surface tension of a liquid in which it is dissolved
- synonym:
- wetting agent ,
- wetter ,
- surfactant ,
- surface-active agent
1. Χημικός παράγοντας ικανός να μειώσει την επιφανειακή τάση ενός υγρού στο οποίο διαλύεται
- συνώνυμο:
- πράκτορας διαβροχής ,
- υγρότερη ,
- επιφανειοδραστικό ,
- επιφανειακός ενεργός παράγοντας
2. A workman who wets the work in a manufacturing process
- synonym:
- wetter
2. Ένας εργάτης που βάζει την εργασία σε μια διαδικασία παραγωγής
- συνώνυμο:
- υγρότερη
3. Someone suffering from enuresis
- Someone who urinates while asleep in bed
- synonym:
- bedwetter ,
- bed wetter ,
- wetter
3. Κάποιος που πάσχει από ενούρηση
- Κάποιος που ουρεί ενώ κοιμάται στο κρεβάτι
- συνώνυμο:
- παραθυρόφυλλοσ ,
- υγρότερο κρεβάτι ,
- υγρότερη