Translation meaning & definition of the word "werewolf" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λύκος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Werewolf
[Λυκάνθρωποσ]/wɛrwʊlf/
noun
1. A monster able to change appearance from human to wolf and back again
- synonym:
- werewolf ,
- wolfman ,
- lycanthrope ,
- loup-garou
1. Ένα τέρας που μπορεί να αλλάξει την εμφάνιση από άνθρωπο σε λύκο και πίσω ξανά
- συνώνυμο:
- λυκάνθρωποσ ,
- λυκόφιλοσ ,
- λυκανθρωπικό ,
- λούππ-γκαρού