Translation meaning & definition of the word "welsh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουαλικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Welsh
[Ουαλική]/wɛlʧ/
noun
1. A native or resident of wales
- synonym:
- Welshman ,
- Welsh ,
- Cambrian ,
- Cymry
1. Είναι ιθαγενής ή κάτοικος της ουαλίας
- συνώνυμο:
- Ουαλός ,
- Ουαλική ,
- Καμπρίας ,
- Κύμη
2. A celtic language of wales
- synonym:
- Welsh ,
- Cymric
2. Κελτική γλώσσα της ουαλίας
- συνώνυμο:
- Ουαλική ,
- Κυματικόσ
3. A breed of dual-purpose cattle developed in wales
- synonym:
- Welsh ,
- Welsh Black
3. Μια φυλή βοοειδών διπλής χρήσης που αναπτύχθηκαν στην ουαλία
- συνώνυμο:
- Ουαλική ,
- Ουαλικό μαύρο
verb
1. Cheat by avoiding payment of a gambling debt
- synonym:
- welsh ,
- welch
1. Εξαπατήστε με την αποφυγή πληρωμής ενός χρέους τυχερών παιχνιδιών
- συνώνυμο:
- ουαλικά ,
- ευαίσθητοσ
adjective
1. Of or relating to or characteristic of wales or its people or their language
- "The welsh coast"
- "Welsh syntax"
- synonym:
- Welsh ,
- Cambrian
1. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά της ουαλίας ή του λαού της ή της γλώσσας τους
- "Η ουαλική ακτή"
- "Ουαλική σύνταξη"
- συνώνυμο:
- Ουαλική ,
- Καμπρίας