Translation meaning & definition of the word "wellington" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουέλλινγκτον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wellington
[Ουέλλινγκτον]/wɛlɪŋtən/
noun
1. British general and statesman
- He defeated napoleon at waterloo
- Subsequently served as prime minister (1769-1852)
- synonym:
- Wellington ,
- Duke of Wellington ,
- First Duke of Wellington ,
- Arthur Wellesley ,
- Iron Duke
1. Βρετανός στρατηγός και πολιτικός
- Νίκησε τον ναπολέοντα στο βατερλώ
- Στη συνέχεια διετέλεσε πρωθυπουργός (1769-1852)
- συνώνυμο:
- Ουέλλινγκτον ,
- Δούκας του Ουέλλινγκτον ,
- Πρώτος δούκας του Ουέλλινγκτον ,
- Άρθουρ Γουέλσλεϊ ,
- Σίδηρος Δούκας
2. The capital of new zealand
- synonym:
- Wellington ,
- capital of New Zealand
2. Η πρωτεύουσα της νέας ζηλανδίας
- συνώνυμο:
- Ουέλλινγκτον ,
- πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας
3. (19th century) a man's high tasseled boot
- synonym:
- Hessian boot ,
- hessian ,
- jackboot ,
- Wellington ,
- Wellington boot
3. (19ος αιώνας) η ψηλή φουντωτή μπότα ενός άνδρα
- συνώνυμο:
- Έσση μπότα ,
- έσση ,
- τζάκποτ ,
- Ουέλλινγκτον ,
- Μπότα Ουέλινγκτον