Translation meaning & definition of the word "wellborn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wellborn
[Γελανογέφυρα]/wɛlbɔrn/
adjective
1. Of good or upper-class lineage
- "A rich and wellborn husband"
- synonym:
- wellborn
1. Από καλή ή ανώτερης τάξης γενεαλογία
- "Πλούσιος και καλοπροαίρετος σύζυγος"
- συνώνυμο:
- βελοντόκ