Translation meaning & definition of the word "well" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλά" στην ελληνική γλώσσα
Well
[Λοιπόν]noun
1. A deep hole or shaft dug or drilled to obtain water or oil or gas or brine
- synonym:
- well
1. Μια βαθιά τρύπα ή ένας άξονας έσκαψε ή διάτρητος για να αποκτήσει το νερό ή το πετρέλαιο ή το αέριο ή την άλμη
- συνώνυμο:
- καλά
2. A cavity or vessel used to contain liquid
- synonym:
- well
2. Μια κοιλότητα ή ένα σκάφος που χρησιμοποιείται για να περιέχει το υγρό
- συνώνυμο:
- καλά
3. An abundant source
- "She was a well of information"
- synonym:
- well ,
- wellspring ,
- fountainhead
3. Μια άφθονη πηγή
- "Ήταν πολύ καλή πληροφόρηση"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- πηγάδι ,
- πηγή
4. An open shaft through the floors of a building (as for a stairway)
- synonym:
- well
4. Ένας ανοιχτός άξονας μέσα από τα πατώματα ενός κτιρίου (ας για μια σκάλα)
- συνώνυμο:
- καλά
5. An enclosed compartment in a ship or plane for holding something as e.g. fish or a plane's landing gear or for protecting something as e.g. a ship's pumps
- synonym:
- well
5. Ένα κλειστό διαμέρισμα σε πλοίο ή αεροπλάνο για να κρατήσει κάτι όπως ψάρια ή εργαλεία προσγείωσης ενός αεροπλάνου ή για προστασία κάτι
- συνώνυμο:
- καλά
verb
1. Come up, as of a liquid
- "Tears well in her eyes"
- "The currents well up"
- synonym:
- well ,
- swell
1. Ελάτε, ως υγρό
- "Δάχει καλά στα μάτια της"
- "Τα ρεύματα πηγαίνουν"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- πρήζονται
adjective
1. In good health especially after having suffered illness or injury
- "Appears to be entirely well"
- "The wound is nearly well"
- "A well man"
- "I think i'm well
- At least i feel well"
- synonym:
- well
1. Σε καλή υγεία ειδικά μετά από ασθένεια ή τραυματισμό
- "Εμφανίζεται να είναι εντελώς καλά"
- "Η πληγή είναι σχεδόν καλά"
- "Καλός άνθρωπος"
- "Νομίζω ότι είμαι καλά
- Τουλάχιστον νιώθω καλά"
- συνώνυμο:
- καλά
2. Resulting favorably
- "It's a good thing that i wasn't there"
- "It is good that you stayed"
- "It is well that no one saw you"
- "All's well that ends well"
- synonym:
- good ,
- well(p)
2. Προκύπτοντας ευνοϊκά
- "Είναι καλό που δεν ήμουν εκεί"
- "Είναι καλό που έμεινες"
- "Είναι καλό που κανείς δεν σε είδε"
- "Όλα είναι καλά που τελειώνουν καλά"
- συνώνυμο:
- καλός ,
- λου()<TAG1>
3. Wise or advantageous and hence advisable
- "It would be well to start early"
- synonym:
- well(p)
3. Σοφό ή πλεονεκτικό και ως εκ τούτου σκόπιμο
- "Καλά θα ήταν να ξεκινήσει νωρίς"
- συνώνυμο:
- λου()<TAG1>
adverb
1. (often used as a combining form) in a good or proper or satisfactory manner or to a high standard (`good' is a nonstandard dialectal variant for `well')
- "The children behaved well"
- "A task well done"
- "The party went well"
- "He slept well"
- "A well-argued thesis"
- "A well-seasoned dish"
- "A well-planned party"
- "The baby can walk pretty good"
- synonym:
- well ,
- good
1. (συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυασμός μορ) με καλό ή κατάλληλο ή ικανοποιητικό τρόπο ή με υψηλό βαθμό (`καλό` είναι μια μη τυπική διαλεκτική πτική για `)
- "Τα παιδιά συμπεριφέρονταν καλά"
- "Μια καλή δουλειά"
- "Το πάρτι πήγε καλά"
- "Κοιμόταν καλά"
- "Μια καλά διατυπωμένη διατριβή"
- "Ένα καλά σειριασμένο πιάτο"
- "Ένα καλά σχεδιασμένο πάρτι"
- "Το μωρό μπορεί να περπατήσει αρκετά καλά"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- καλός
2. Thoroughly or completely
- Fully
- Often used as a combining form
- "The problem is well understood"
- "She was well informed"
- "Shake well before using"
- "In order to avoid food poisoning be sure the meat is well cooked"
- "Well-done beef", "well-satisfied customers"
- "Well-educated"
- synonym:
- well
2. Πλήρως ή εντελώς
- Πλήρως
- Συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυαστική μορφή
- "Το πρόβλημα είναι καλά κατανοητό"
- "Ήταν καλά ενημερωμένη"
- "Ανακινήστε καλά πριν τη χρήση"
- "Για να αποφύγετε την τροφική δηλητηρίαση, βεβαιωθείτε ότι το κρέας είναι καλά μαγειρεμένο"
- "Βοδινό κρέας με καλή κατανάλωση", "καλά ευχαριστημένοι πελάτες"
- "Καλά μορφωμένος"
- συνώνυμο:
- καλά
3. Indicating high probability
- In all likelihood
- "I might well do it"
- "A mistake that could easily have ended in disaster"
- "You may well need your umbrella"
- "He could equally well be trying to deceive us"
- synonym:
- well ,
- easily
3. Υποδεικνύοντας υψηλή πιθανότητα
- Κατά πάσα πιθανότητα
- "Μπορεί να το κάνω"
- "Ένα λάθος που θα μπορούσε εύκολα να καταλήξει σε καταστροφή"
- "Μπορεί να χρειαστείτε την ομπρέλα σας"
- "Θα μπορούσε κάλλιστα να προσπαθεί να μας εξαπατήσει"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- εύκολα
4. (used for emphasis or as an intensifier) entirely or fully
- "A book well worth reading"
- "Was well aware of the difficulties ahead"
- "Suspected only too well what might be going on"
- synonym:
- well
4. (χρησιμοποιείται για έμφαση ή ως ενισχυτής) εξ ολοκλήρου ή πλήρως
- "Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί"
- "Γνώριζαν καλά τις δυσκολίες που είχαμε μπροστά μας"
- "Σεβαστείτε πολύ καλά τι μπορεί να συμβαίνει"
- συνώνυμο:
- καλά
5. To a suitable or appropriate extent or degree
- "The project was well underway"
- "The fetus has well developed organs"
- "His father was well pleased with his grades"
- synonym:
- well
5. Σε κατάλληλο ή κατάλληλο βαθμό ή βαθμό
- "Το έργο ήταν σε εξέλιξη"
- "Το έμβρυο έχει καλά αναπτυγμένα όργανα"
- "Ο πατέρας του ήταν ευχαριστημένος με τους βαθμούς του"
- συνώνυμο:
- καλά
6. Favorably
- With approval
- "Their neighbors spoke well of them"
- "He thought well of the book"
- synonym:
- well
6. Ευνοϊκά
- Με έγκριση
- "Οι γείτονές τους μιλούσαν καλά για αυτούς"
- "Σκέφτηκε καλά το βιβλίο"
- συνώνυμο:
- καλά
7. To a great extent or degree
- "I'm afraid the film was well over budget"
- "Painting the room white made it seem considerably (or substantially) larger"
- "The house has fallen considerably in value"
- "The price went up substantially"
- synonym:
- well ,
- considerably ,
- substantially
7. Σε μεγάλο βαθμό ή βαθμό
- "Φοβάμαι ότι η ταινία ήταν πολύ πάνω από τον προϋπολογισμό"
- "Η ζωγραφική του λευκού δωματίου το έκανε να φαίνεται σημαντικά ( ουσιαστικά μεγαλύτερο"
- "Το σπίτι έχει μειωθεί σημαντικά σε αξία"
- "Η τιμή αυξήθηκε σημαντικά"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- σημαντικά
8. With great or especially intimate knowledge
- "We knew them well"
- synonym:
- well ,
- intimately
8. Με μεγάλη ή ιδιαίτερα οικεία γνώση
- "Τους ξέραμε καλά"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- στενά
9. With prudence or propriety
- "You would do well to say nothing more"
- "Could not well refuse"
- synonym:
- well
9. Με σύνεση ή ευπρέπεια
- "Θα έκανες καλά να μην πεις τίποτα περισσότερο"
- "Δεν μπορούσα να αρνηθώ"
- συνώνυμο:
- καλά
10. With skill or in a pleasing manner
- "She dances well"
- "He writes well"
- synonym:
- well
10. Με δεξιότητα ή με ευχάριστο τρόπο
- "Χορεύει καλά"
- "Γράφει καλά"
- συνώνυμο:
- καλά
11. In a manner affording benefit or advantage
- "She married well"
- "The children were settled advantageously in seattle"
- synonym:
- well ,
- advantageously
11. Κατά τρόπο που προσφέρει όφελος ή πλεονέκτημα
- "Παντρεύτηκε καλά"
- "Τα παιδιά εγκαταστάθηκαν πλεονεκτικά στο σιάτλ"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- ευεργετικά
12. In financial comfort
- "They live well"
- "She has been able to live comfortably since her husband died"
- synonym:
- well ,
- comfortably
12. Στην οικονομική άνεση
- "Ζούνε καλά"
- "Είναι σε θέση να ζήσει άνετα από τότε που πέθανε ο σύζυγός της"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- άνετα
13. Without unusual distress or resentment
- With good humor
- "Took the joke well"
- "Took the tragic news well"
- synonym:
- well
13. Χωρίς ασυνήθιστη δυσφορία ή δυσαρέσκεια
- Με καλό χιούμορ
- "Πήρα το αστείο καλά"
- "Πήρα τα τραγικά νέα καλά"
- συνώνυμο:
- καλά