Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "weld" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συγκόλληση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Weld

[Συγκόλληση]
/wɛld/

noun

1. European mignonette cultivated as a source of yellow dye

  • Naturalized in north america
    synonym:
  • dyer's rocket
  • ,
  • dyer's mignonette
  • ,
  • weld
  • ,
  • Reseda luteola

1. Ευρωπαϊκή μινινέτα που καλλιεργείται ως πηγή κίτρινης βαφής

  • Πολιτογραφημένο στη βόρεια αμερική
    συνώνυμο:
  • πύραυλος του Ντίνερ
  • ,
  • η μιγνονέτα του Ντίνερ
  • ,
  • συγκόλληση
  • ,
  • Ρεσέντα Λουτόλα

2. United states abolitionist (1803-1895)

    synonym:
  • Weld
  • ,
  • Theodore Dwight Weld

2. Καταργητής των ηνωμένων πολιτειών (1803-1895)

    συνώνυμο:
  • Συγκόλληση
  • ,
  • Θεόδωρος Ντιούιτ Γουέλντ

3. A metal joint formed by softening with heat and fusing or hammering together

    synonym:
  • weld

3. Μια μεταλλική ένωση που σχηματίζεται από τη μαλάκωση με τη θερμότητα και τη σύντηξη ή τη σφυρηλάτηση μαζί

    συνώνυμο:
  • συγκόλληση

verb

1. Join together by heating

  • "Weld metal"
    synonym:
  • weld

1. Ενωθείτε μαζί με θέρμανση

  • "Συγκολλημένο μέταλλο"
    συνώνυμο:
  • συγκόλληση

2. Unite closely or intimately

  • "Her gratitude welded her to him"
    synonym:
  • weld

2. Ενωθείτε στενά ή στενά

  • "Η ευγνωμοσύνη της την ένωσε συνεχώς"
    συνώνυμο:
  • συγκόλληση