Translation meaning & definition of the word "weighted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σταθμισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weighted
[Σταθμισμένο]/wetɪd/
adjective
1. Made heavy or weighted down with weariness
- "His leaden arms"
- "Weighted eyelids"
- synonym:
- leaden ,
- weighted
1. Γίνεται βαρύ ή σταθμισμένο με φθορά
- "Τα χέρια του"
- "Σταθμισμένα βλέφαρα"
- συνώνυμο:
- μολύβδησ ,
- σταθμισμένοσ
2. Adjusted to reflect value or proportion
- "Votes weighted according to the size of constituencies"
- "A law weighted in favor of landlords"
- "A weighted average"
- synonym:
- weighted
2. Προσαρμοσμένος για να αντανακλά την τιμή ή την αναλογία
- "Ψηφοφορίες σταθμισμένες ανάλογα με το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών"
- "Ένας νόμος σταθμισμένος υπέρ των ιδιοκτητών"
- "Σταθμισμένος μέσος όρος"
- συνώνυμο:
- σταθμισμένοσ