Translation meaning & definition of the word "weight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρος" στην ελληνική γλώσσα
Weight
[Βάρος]noun
1. The vertical force exerted by a mass as a result of gravity
- synonym:
- weight
1. Η κάθετη δύναμη ασκείται από μια μάζα ως αποτέλεσμα της βαρύτητας
- συνώνυμο:
- βάρος
2. Sports equipment used in calisthenic exercises and weightlifting
- It is not attached to anything and is raised and lowered by use of the hands and arms
- synonym:
- weight ,
- free weight ,
- exercising weight
2. Αθλητικός εξοπλισμός που χρησιμοποιείται σε καλισθενικές ασκήσεις και άρση βαρών
- Δεν συνδέεται με τίποτα και ανυψώνεται και χαμηλώνει με τη χρήση των χεριών και των χεριών
- συνώνυμο:
- βάρος ,
- δωρεάν βάρος ,
- άσκηση βάρους
3. The relative importance granted to something
- "His opinion carries great weight"
- "The progression implied an increasing weightiness of the items listed"
- synonym:
- weight ,
- weightiness
3. Η σχετική σημασία που δίνεται σε κάτι
- "Η γνώμη του έχει μεγάλο βάρος"
- "Η εξέλιξη συνεπαγόταν μια αυξανόμενη βαρύτητα των στοιχείων που αναφέρονται"
- συνώνυμο:
- βάρος ,
- βαρύτητα
4. An artifact that is heavy
- synonym:
- weight
4. Ένα τεχνούργημα που είναι βαρύ
- συνώνυμο:
- βάρος
5. An oppressive feeling of heavy force
- "Bowed down by the weight of responsibility"
- synonym:
- weight
5. Ένα καταπιεστικό αίσθημα βαριάς δύναμης
- "Μειώνεται από το βάρος της ευθύνης"
- συνώνυμο:
- βάρος
6. A system of units used to express the weight of something
- synonym:
- system of weights ,
- weight
6. Ένα σύστημα μονάδων που χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν το βάρος κάποιου πράγματος
- συνώνυμο:
- σύστημα βαρών ,
- βάρος
7. A unit used to measure weight
- "He placed two weights in the scale pan"
- synonym:
- weight unit ,
- weight
7. Μια μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάρους
- "Έβαλε δύο βάρη στο τηγάνι ζυγαριάς"
- συνώνυμο:
- μονάδα βάρους ,
- βάρος
8. (statistics) a coefficient assigned to elements of a frequency distribution in order to represent their relative importance
- synonym:
- weight ,
- weighting
8. (στατιστικο) συντελεστής που αποδίδεται σε στοιχεία κατανομής συχνότητας για να αντιπροσωπεύει τη σχετική σημασία τους
- συνώνυμο:
- βάρος ,
- στάθμιση
verb
1. Weight down with a load
- synonym:
- burden ,
- burthen ,
- weight ,
- weight down
1. Βάρος κάτω με ένα φορτίο
- συνώνυμο:
- επιβάρυνση ,
- επιτίθεμαι ,
- βάρος ,
- βάρος κάτω
2. Present with a bias
- "He biased his presentation so as to please the share holders"
- synonym:
- slant ,
- angle ,
- weight
2. Παρουσιάζω με μια προκατάληψη
- "Μερολάβησε την παρουσίασή του ώστε να ευχαριστήσει τους κατόχους μετοχών"
- συνώνυμο:
- πλάγια ,
- γωνία ,
- βάρος