Translation meaning & definition of the word "weevil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weevil
[Κακό]/wivəl/
noun
1. Any of several families of mostly small beetles that feed on plants and plant products
- Especially snout beetles and seed beetles
- synonym:
- weevil
1. Οποιαδήποτε από πολλές οικογένειες κυρίως μικρών σκαθαριών που τρέφονται με φυτά και φυτικά προϊόντα
- Ειδικά σκαθάρια και σκαθάρια σπόρων
- συνώνυμο:
- βροντή