Translation meaning & definition of the word "weep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weep
[Κλαίει]/wip/
verb
1. Shed tears because of sadness, rage, or pain
- "She cried bitterly when she heard the news of his death"
- "The girl in the wheelchair wept with frustration when she could not get up the stairs"
- synonym:
- cry ,
- weep
1. Ρίξτε δάκρυα λόγω της θλίψης, της οργής ή του πόνου
- "Κλαίει πικρά όταν άκουσε την είδηση του θανάτου του"
- "Το κορίτσι στην αναπηρική καρέκλα έκλαψε με απογοήτευση όταν δεν μπορούσε να σηκωθεί τα σκαλιά"
- συνώνυμο:
- κλαίω
Examples of using
Rejoice with them that do rejoice, and weep with them that weep.
Χαίρεσαι μαζί τους που χαίρονται και κλαις μαζί τους που κλαίνε.