Translation meaning & definition of the word "weekday" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καθημερινή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weekday
[Εβδομαδιαία]/wikde/
noun
1. Any day except sunday (and sometimes except saturday)
- synonym:
- weekday
1. Οποιαδήποτε ημέρα εκτός από την κυριακή (και μερικές φορές εκτός από σάββατο)
- συνώνυμο:
- εργάσιμη μέρα
Examples of using
She works 100-100 every weekday.
Εργάζεται 100-100 κάθε μέρα.
She works 9-5 every weekday.
Δουλεύει 9-5 κάθε μέρα της εβδομάδας.