Translation meaning & definition of the word "weedy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βόδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weedy
[Ζιζανισμένοσ]/widi/
adjective
1. Abounding with or resembling weeds
- "A weedy path"
- "Weedy plants that take over a garden"
- synonym:
- weedy
1. Αφθονώντας ή μοιάζοντας με ζιζάνια
- "Ένα μονοπάτι ζιζανίων"
- "Φυτά βρέφης που καταλαμβάνουν έναν κήπο"
- συνώνυμο:
- ζιζανιοκτόνο
2. Being very thin
- "A child with skinny freckled legs"
- "A long scrawny neck"
- synonym:
- scraggy ,
- boney ,
- scrawny ,
- skinny ,
- underweight ,
- weedy
2. Είναι πολύ λεπτός
- "Ένα παιδί με κοκαλιάρικα φακίδες πόδια"
- "Μακρύς λαιμός"
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- μπούνεϊ ,
- αποτυχημένοσ ,
- κοκαλιάρησ ,
- λιποβαρή ,
- ζιζανιοκτόνο