Translation meaning & definition of the word "wee" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "βέη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wee
[Γουέι]/wi/
noun
1. A short time
- "Bide a wee"
- synonym:
- wee
1. Λίγο χρονικό διάστημα
- "Κάνε έναν ανήλικο"
- συνώνυμο:
- μωρό μου
verb
1. Eliminate urine
- "Again, the cat had made on the expensive rug"
- synonym:
- make ,
- urinate ,
- piddle ,
- puddle ,
- micturate ,
- piss ,
- pee ,
- pee-pee ,
- make water ,
- relieve oneself ,
- take a leak ,
- spend a penny ,
- wee ,
- wee-wee ,
- pass water
1. Εξαλείψτε τα ούρα
- "Καλά, η γάτα είχε φτιάξει το ακριβό χαλί"
- συνώνυμο:
- βγάζω ,
- ουρικό ,
- πίντσα ,
- λακκούβα ,
- εικονίζω ,
- ευθυμία ,
- πατούσα ,
- πιε ,
- φτιάχνω νερό ,
- ανακουφίζω ,
- παίρνω διαρροή ,
- περάστε μια δεκάρα ,
- μωρό μου ,
- ανατολικός ,
- περνώ νερό
adjective
1. (used informally) very small
- "A wee tot"
- synonym:
- bitty ,
- bittie ,
- teensy ,
- teentsy ,
- teeny ,
- wee ,
- weeny ,
- weensy ,
- teensy-weensy ,
- teeny-weeny ,
- itty-bitty ,
- itsy-bitsy
1. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) πολύ μικρό
- "Ένας ανήλικος"
- συνώνυμο:
- παχουλός ,
- μπίτι ,
- έφηβος ,
- πεντακάθαροσ ,
- εφηβικόσ ,
- μωρό μου ,
- βασίλισσα ,
- απαξίωση ,
- εφηβική αδυναμία ,
- εφηβικός ,
- εύθυμοσ ,
- ευκίνητοσ
2. Very early
- "The wee hours of the morning"
- synonym:
- wee
2. Πολύ νωρίς
- "Οι ώρες του πρωινού"
- συνώνυμο:
- μωρό μου
Examples of using
She liked men, if truth were told, a tiny wee bit more than women.
Της άρεσαν οι άντρες, αν έλεγαν την αλήθεια, λίγο περισσότερο από τις γυναίκες.