Translation meaning & definition of the word "weather" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καιρός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weather
[Καιρός]/wɛðər/
noun
1. The atmospheric conditions that comprise the state of the atmosphere in terms of temperature and wind and clouds and precipitation
- "They were hoping for good weather"
- "Every day we have weather conditions and yesterday was no exception"
- "The conditions were too rainy for playing in the snow"
- synonym:
- weather ,
- weather condition ,
- conditions ,
- atmospheric condition
1. Οι ατμοσφαιρικές συνθήκες που αποτελούν την κατάσταση της ατμόσφαιρας όσον αφορά τη θερμοκρασία, τον άνεμο και τα σύννεφα και τις βροχοπτώσεις
- "Περίμεναν για καλό καιρό"
- "Κάθε μέρα έχουμε καιρικές συνθήκες και χθες δεν αποτελούσε εξαίρεση"
- "Οι συνθήκες ήταν πολύ βροχερές για να παίζουν στο χιόνι"
- συνώνυμο:
- καιρός ,
- όροι ,
- ατμοσφαιρική κατάσταση
verb
1. Face and withstand with courage
- "She braved the elements"
- synonym:
- weather ,
- endure ,
- brave ,
- brave out
1. Πρόσωπο και αντέξτε με θάρρος
- "Γεννούσε τα στοιχεία"
- συνώνυμο:
- καιρός ,
- υπομένω ,
- γενναίος
2. Cause to slope
- synonym:
- weather
2. Αιτία στην κλίση
- συνώνυμο:
- καιρός
3. Sail to the windward of
- synonym:
- weather
3. Πλεύστε στον προβάτη του
- συνώνυμο:
- καιρός
4. Change under the action or influence of the weather
- "A weathered old hut"
- synonym:
- weather
4. Αλλαγή υπό τη δράση ή την επίδραση του καιρού
- "Μια παλιά καλύβα"
- συνώνυμο:
- καιρός
adjective
1. Towards the side exposed to wind
- synonym:
- upwind ,
- weather(a)
1. Προς την πλευρά που εκτίθεται στον άνεμο
- συνώνυμο:
- ανυψώ ,
- καιρός(Α)
Examples of using
Cranes flying low indicate warm weather.
Οι γερανοί που πετούν χαμηλά δείχνουν ζεστό καιρό.
Huskies love cold weather.
Οι παντελόνια αγαπούν τον κρύο καιρό.
The cold weather is expected to last until the weekend.
Ο κρύος καιρός αναμένεται να διαρκέσει μέχρι το Σαββατοκύριακο.