Translation meaning & definition of the word "weasel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βλάστηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weasel
[Βασιλικόσ]/wizəl/
noun
1. A person who is regarded as treacherous or sneaky
- synonym:
- weasel
1. Ένα άτομο που θεωρείται ύπουλο ή ύπουλο
- συνώνυμο:
- υφασματεμπορία
2. Small carnivorous mammal with short legs and elongated body and neck
- synonym:
- weasel
2. Μικρό σαρκοφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια και επιμήκη σώμα και λαιμό
- συνώνυμο:
- υφασματεμπορία