Translation meaning & definition of the word "weary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νόστιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weary
[Κουρασμένος]/wɪri/
verb
1. Exhaust or get tired through overuse or great strain or stress
- "We wore ourselves out on this hike"
- synonym:
- tire ,
- wear upon ,
- tire out ,
- wear ,
- weary ,
- jade ,
- wear out ,
- outwear ,
- wear down ,
- fag out ,
- fag ,
- fatigue
1. Εξαντλήστε ή κουραστείτε μέσω υπερβολικής χρήσης ή μεγάλης πίεσης ή άγχους
- "Φορέσαμε τον εαυτό μας σε αυτή την πεζοπορία"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- φορώ ,
- ελαστικόσ ,
- φθορά ,
- κουρασμένος ,
- τζαντ ,
- φθείρω ,
- εξωτερικά ,
- αποφεύγω ,
- αναθυμιάσεισ ,
- κόπωση
2. Lose interest or become bored with something or somebody
- "I'm so tired of your mother and her complaints about my food"
- synonym:
- tire ,
- pall ,
- weary ,
- fatigue ,
- jade
2. Χάστε το ενδιαφέρον σας ή βαρεθείτε με κάτι ή κάποιον
- "Είμαι τόσο κουρασμένος από τη μητέρα σου και τα παράπονά της για το φαγητό μου"
- συνώνυμο:
- ελαστικό ,
- παλαιότερα ,
- κουρασμένος ,
- κόπωση ,
- τζαντ
adjective
1. Physically and mentally fatigued
- "`aweary' is archaic"
- synonym:
- aweary ,
- weary
1. Σωματικά και ψυχικά κουρασμένοι
- "Η αγάπη είναι αρχαϊκή"
- συνώνυμο:
- τρομερός ,
- κουρασμένος
Examples of using
We are weary of his long talk.
Είμαστε κουρασμένοι από τη μακρά ομιλία του.