Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wear" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθορά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wear

[Φοράω]
/wɛr/

noun

1. Impairment resulting from long use

  • "The tires showed uneven wear"
    synonym:
  • wear

1. Απομείωση που προκύπτει από μακροχρόνια χρήση

  • "Τα ελαστικά έδειξαν άνιση φθορά"
    συνώνυμο:
  • φθορά

2. A covering designed to be worn on a person's body

    synonym:
  • clothing
  • ,
  • article of clothing
  • ,
  • vesture
  • ,
  • wear
  • ,
  • wearable
  • ,
  • habiliment

2. Ένα κάλυμμα σχεδιασμένο για να φοριέται στο σώμα ενός ατόμου

    συνώνυμο:
  • ρούχα
  • ,
  • είδος ένδυσης
  • ,
  • άμφια
  • ,
  • φθορά
  • ,
  • φορετόσ
  • ,
  • αλλοτρίωμα

3. The act of having on your person as a covering or adornment

  • "She bought it for everyday wear"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • wearing

3. Η πράξη του να έχεις στο πρόσωπό σου ως κάλυμμα ή στολίδι

  • "Το αγόρασε για καθημερινή χρήση"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • φορώντασ

verb

1. Be dressed in

  • "She was wearing yellow that day"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • have on

1. Ντύνομαι

  • "Φορούσε κίτρινο εκείνη την ημέρα"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • παίρνω

2. Have on one's person

  • "He wore a red ribbon"
  • "Bear a scar"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • bear

2. Έχετε στο άτομο κάποιου

  • "Φορούσε κόκκινη κορδέλα"
  • "Φέρτε μια ουλή"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • αρκούδα

3. Have in one's aspect

  • Wear an expression of one's attitude or personality
  • "He always wears a smile"
    synonym:
  • wear

3. Έχετε στην πτυχή κάποιου

  • Φορέστε μια έκφραση της στάσης ή της προσωπικότητάς σας
  • "Φοράει πάντα ένα χαμόγελο"
    συνώνυμο:
  • φθορά

4. Deteriorate through use or stress

  • "The constant friction wore out the cloth"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • wear off
  • ,
  • wear out
  • ,
  • wear down
  • ,
  • wear thin

4. Επιδεινώνεται μέσω της χρήσης ή του στρες

  • "Η συνεχής τριβή φορούσε έξω το ύφασμα"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • φθείρω
  • ,
  • φορώ λεπτό

5. Have or show an appearance of

  • "Wear one's hair in a certain way"
    synonym:
  • wear

5. Έχετε ή δείχνετε μια εμφάνιση

  • "Φορέστε τα μαλλιά σας με έναν συγκεκριμένο τρόπο"
    συνώνυμο:
  • φθορά

6. Last and be usable

  • "This dress wore well for almost ten years"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • hold out
  • ,
  • endure

6. Τελευταίο και να είστε εύχρηστοι

  • "Αυτό το φόρεμα φορούσε καλά για σχεδόν δέκα χρόνια"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • περιφέρομαι
  • ,
  • υπομένω

7. Go to pieces

  • "The lawn mower finally broke"
  • "The gears wore out"
  • "The old chair finally fell apart completely"
    synonym:
  • break
  • ,
  • wear
  • ,
  • wear out
  • ,
  • bust
  • ,
  • fall apart

7. Πηγαίνω σε κομμάτια

  • "Το χλοοκοπτικό τελικά έσπασε"
  • "Τα γρανάζια εξαντλήθηκαν"
  • "Η παλιά καρέκλα τελικά κατέρρευσε εντελώς"
    συνώνυμο:
  • σπάω
  • ,
  • φθορά
  • ,
  • φθείρω
  • ,
  • προβληματισμόσ
  • ,
  • καταρρέω

8. Exhaust or get tired through overuse or great strain or stress

  • "We wore ourselves out on this hike"
    synonym:
  • tire
  • ,
  • wear upon
  • ,
  • tire out
  • ,
  • wear
  • ,
  • weary
  • ,
  • jade
  • ,
  • wear out
  • ,
  • outwear
  • ,
  • wear down
  • ,
  • fag out
  • ,
  • fag
  • ,
  • fatigue

8. Εξαντλήστε ή κουραστείτε μέσω υπερβολικής χρήσης ή μεγάλης πίεσης ή άγχους

  • "Φορέσαμε τον εαυτό μας σε αυτή την πεζοπορία"
    συνώνυμο:
  • ελαστικό
  • ,
  • φορώ
  • ,
  • ελαστικόσ
  • ,
  • φθορά
  • ,
  • κουρασμένος
  • ,
  • τζαντ
  • ,
  • φθείρω
  • ,
  • εξωτερικά
  • ,
  • αποφεύγω
  • ,
  • αναθυμιάσεισ
  • ,
  • κόπωση

9. Put clothing on one's body

  • "What should i wear today?"
  • "He put on his best suit for the wedding"
  • "The princess donned a long blue dress"
  • "The queen assumed the stately robes"
  • "He got into his jeans"
    synonym:
  • wear
  • ,
  • put on
  • ,
  • get into
  • ,
  • don
  • ,
  • assume

9. Βάλτε ρούχα στο σώμα κάποιου

  • "Τι πρέπει να φοράω σήμερα?"
  • "Έβαλε το καλύτερο κοστούμι του για το γάμο"
  • "Η πριγκίπισσα φόρεσε ένα μακρύ μπλε φόρεμα"
  • "Η βασίλισσα πήρε τις αρχοντικές ρόμπες"
  • "Μπήκε στο τζιν του"
    συνώνυμο:
  • φθορά
  • ,
  • βάζω
  • ,
  • μπαίνω
  • ,
  • ντον
  • ,
  • υποθέτω

Examples of using

Tom asked us not to wear shoes in his house.
Ο Τομ μας ζήτησε να μην φορέσουμε παπούτσια στο σπίτι του.
Wear whatever you want to wear.
Φορέστε ό, τι θέλετε να φορέσετε.
I wear my old coat in weather like this.
Φοράω το παλιό μου παλτό στον καιρό έτσι.