Translation meaning & definition of the word "weapon" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "όπλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weapon
[Όπλο]/wɛpən/
noun
1. Any instrument or instrumentality used in fighting or hunting
- "He was licensed to carry a weapon"
- synonym:
- weapon ,
- arm ,
- weapon system
1. Οποιοδήποτε όργανο ή όργανο που χρησιμοποιείται για την καταπολέμηση ή το κυνήγι
- "Είχε την άδεια να φέρει όπλο"
- συνώνυμο:
- όπλο ,
- βραχίονασ ,
- οπλικό σύστημα
2. A means of persuading or arguing
- "He used all his conversational weapons"
- synonym:
- weapon ,
- artillery
2. Ένα μέσο πειθούς ή επιχειρηματολογίας
- "Χρησιμοποίησε όλα τα όπλα συνομιλίας"
- συνώνυμο:
- όπλο ,
- πυροβολικό
Examples of using
Is it a weapon?
Είναι όπλο?
Police! Drop your weapon!
Αστυνομία! Πετάξτε το όπλο σας!
I said drop your weapon!
Είπα να ρίξεις το όπλο σου!