Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "wean" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απογαλακτισμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Wean

[Απογαλακτισμένος]
/win/

verb

1. Gradually deprive (infants and young mammals) of mother's milk

  • "She weaned her baby when he was 3 months old and started him on powdered milk"
  • "The kitten was weaned and fed by its owner with a bottle"
    synonym:
  • wean
  • ,
  • ablactate

1. Σταδιακά στερούν τα (βρέφη και τα νεαρά θηλαστικά) του μητρικού γάλακτος

  • "Απογαλακτίστηκε το μωρό της όταν ήταν 3 μηνών και τον ξεκίνησε με γάλα σε σκόνη"
  • "Το γατάκι απογαλακτίστηκε και τροφοδοτήθηκε από τον ιδιοκτήτη του με ένα μπουκάλι"
    συνώνυμο:
  • απογαλακτισμένοσ
  • ,
  • απογαλακτίζω

2. Detach the affections of

    synonym:
  • wean

2. Αποσπάστε τις αγάπες του

    συνώνυμο:
  • απογαλακτισμένοσ