Translation meaning & definition of the word "wealthy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλούσιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wealthy
[Πλούσιος]/wɛlθi/
adjective
1. Having an abundant supply of money or possessions of value
- "An affluent banker"
- "A speculator flush with cash"
- "Not merely rich but loaded"
- "Moneyed aristocrats"
- "Wealthy corporations"
- synonym:
- affluent ,
- flush ,
- loaded ,
- moneyed ,
- wealthy
1. Έχοντας άφθονη προσφορά χρημάτων ή αποκτημάτων αξίας
- "Ένας εύπορος τραπεζίτης"
- "Ένας κερδοσκόπος ξεπλένεται με μετρητά"
- "Όχι απλώς πλούσια αλλά φορτωμένη"
- "Χρήματα αριστοκράτες"
- "Πλούσιες εταιρείες"
- συνώνυμο:
- εύπορος ,
- επίπλευση ,
- φορτωμένοσ ,
- χρηματοδοτείται ,
- πλούσιος
Examples of using
She's quite wealthy.
Είναι αρκετά πλούσια.
This woman gives the impression of being wealthy.
Αυτή η γυναίκα δίνει την εντύπωση ότι είναι πλούσια.
He appears to be wealthy, with the numerous houses he has.
Φαίνεται να είναι πλούσιος, με τα πολυάριθμα σπίτια που έχει.