Translation meaning & definition of the word "weakly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ασθενής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Weakly
[Αδύναμα]/wikli/
adjective
1. Lacking bodily or muscular strength or vitality
- "A feeble old woman"
- "Her body looked sapless"
- synonym:
- decrepit ,
- debile ,
- feeble ,
- infirm ,
- rickety ,
- sapless ,
- weak ,
- weakly
1. Έλλειψη σωματικής ή μυϊκής δύναμης ή ζωτικότητας
- "Αδύναμη γριά"
- "Το σώμα της φαινόταν ατρόμητο"
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιημένοσ ,
- αποβλακωμένοσ ,
- αδύναμος ,
- αδύνατοσ ,
- ακανθώδεσ ,
- χυμώδησ ,
- ασθενώσ
adverb
1. In a weak or feeble manner or to a minor degree
- "Weakly agreed to a compromise"
- "Wheezed weakly"
- "He was weakly attracted to her"
- synonym:
- weakly
1. Με αδύναμο ή αδύναμο τρόπο ή σε μικρό βαθμό
- "Απλά συμφώνησαν σε έναν συμβιβασμό"
- "Τραβηγμένος ασθενώς"
- "Είχε προσελκύσει αδύναμα από αυτήν"
- συνώνυμο:
- ασθενώσ
Examples of using
'Is that vodka?' Margarita asked weakly. The cat jumped up from its chair in indignation. 'Excuse me, your majesty,' he squeaked, 'do you think I would give vodka to a lady? That is pure spirit!'
'Είναι αυτή η βότκα?' Η Μαργαρίτα ρώτησε αδύναμα. Η γάτα πήδηξε από την καρέκλα της σε αγανάκτηση. 'Συγχωρέστε με, το μεγαλείο σας, τσιρίζει, νομίζετε ότι θα δώσω βότκα σε μια κυρία? Αυτό είναι καθαρό πνεύμα!'