Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "weak" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδύναμος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Weak

[Αδύναμος]
/wik/

adjective

1. Wanting in physical strength

  • "A weak pillar"
    synonym:
  • weak

1. Θέλοντας στη σωματική δύναμη

  • "Ένας αδύναμος πυλώνας"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

2. Overly diluted

  • Thin and insipid
  • "Washy coffee"
  • "Watery milk"
  • "Weak tea"
    synonym:
  • watery
  • ,
  • washy
  • ,
  • weak

2. Υπερβολικά αραιωμένο

  • Λεπτός και άπιαστος
  • "Πλούσιος καφές"
  • "Υδατοειδές γάλα"
  • "Αδύναμο τσάι"
    συνώνυμο:
  • υδαρής
  • ,
  • πλένω
  • ,
  • αδύναμος

3. (used of vowels or syllables) pronounced with little or no stress

  • "A syllable that ends in a short vowel is a light syllable"
  • "A weak stress on the second syllable"
    synonym:
  • unaccented
  • ,
  • light
  • ,
  • weak

3. (χρησιμοποιείται από φωνήεντα ή συλλαβές) έντονο με ελάχιστο ή καθόλου άγχος

  • "Μια συλλαβή που καταλήγει σε ένα σύντομο φωνήεν είναι μια ελαφριά συλλαβή"
  • "Ένα αδύναμο άγχος για τη δεύτερη συλλαβή"
    συνώνυμο:
  • ακέντρωτοσ
  • ,
  • φως
  • ,
  • αδύναμος

4. Wanting in moral strength, courage, or will

  • Having the attributes of man as opposed to e.g. divine beings
  • "I'm only a fallible human"
  • "Frail humanity"
    synonym:
  • fallible
  • ,
  • frail
  • ,
  • imperfect
  • ,
  • weak

4. Θέλοντας με ηθική δύναμη, θάρρος ή θέληση

  • Έχοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε αντίθεση με π.χ. θεϊκά όντα
  • "Είμαι απλά ένας λανθασμένος άνθρωπος"
  • "Εξαφανισμένη ανθρωπότητα"
    συνώνυμο:
  • απατηλόσ
  • ,
  • εύθραυστοσ
  • ,
  • ατελής
  • ,
  • αδύναμος

5. Tending downward in price

  • "A weak market for oil stocks"
    synonym:
  • weak

5. Τείνουν προς τα κάτω στην τιμή

  • "Μια αδύναμη αγορά για τα αποθέματα πετρελαίου"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

6. Deficient or lacking in some skill

  • "He's weak in spelling"
    synonym:
  • weak

6. Ανεπαρκής ή ελλιπής σε κάποια δεξιότητα

  • "Είναι αδύναμος στην ορθογραφία"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

7. Lacking bodily or muscular strength or vitality

  • "A feeble old woman"
  • "Her body looked sapless"
    synonym:
  • decrepit
  • ,
  • debile
  • ,
  • feeble
  • ,
  • infirm
  • ,
  • rickety
  • ,
  • sapless
  • ,
  • weak
  • ,
  • weakly

7. Έλλειψη σωματικής ή μυϊκής δύναμης ή ζωτικότητας

  • "Αδύναμη γριά"
  • "Το σώμα της φαινόταν ατρόμητο"
    συνώνυμο:
  • αποστασιοποιημένοσ
  • ,
  • αποβλακωμένοσ
  • ,
  • αδύναμος
  • ,
  • αδύνατοσ
  • ,
  • ακανθώδεσ
  • ,
  • χυμώδησ
  • ,
  • ασθενώσ

8. (used of verbs) having standard (or regular) inflection

    synonym:
  • weak

8. (χρησιμοποιείται από ρήματα) με τυποποιημένη κανονική κλίση (

    συνώνυμο:
  • αδύναμος

9. Not having authority, political strength, or governing power

  • "A weak president"
    synonym:
  • weak

9. Δεν έχουν εξουσία, πολιτική δύναμη ή κυβερνητική εξουσία

  • "Αδύναμος πρόεδρος"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

10. Deficient in magnitude

  • Barely perceptible
  • Lacking clarity or brightness or loudness etc
  • "A faint outline"
  • "The wan sun cast faint shadows"
  • "The faint light of a distant candle"
  • "Weak colors"
  • "A faint hissing sound"
  • "A faint aroma"
  • "A weak pulse"
    synonym:
  • faint
  • ,
  • weak

10. Ανεπαρκής σε μέγεθος

  • Μόλις αντιληπτό
  • Έλλειψη σαφήνειας ή φωτεινότητας ή δυνατότητας κ.λπ
  • "Ένα αχνό περίγραμμα"
  • "Ο βαν ήλιος ρίχνει αχνές σκιές"
  • "Το αχνό φως ενός μακρινού κεριού"
  • "Αδύναμα χρώματα"
  • "Ένας αχνός ήχος"
  • "Ένα αχνό άρωμα"
  • "Ένας αδύναμος παλμός"
    συνώνυμο:
  • αμυδρότητα
  • ,
  • αδύναμος

11. Likely to fail under stress or pressure

  • "The weak link in the chain"
    synonym:
  • weak

11. Πιθανότατα να αποτύχει κάτω από το άγχος ή την πίεση

  • "Ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

12. Deficient in intelligence or mental power

  • "A weak mind"
    synonym:
  • weak

12. Ανεπαρκής σε νοημοσύνη ή ψυχική δύναμη

  • "Αδύναμο μυαλό"
    συνώνυμο:
  • αδύναμος

Examples of using

I felt weak in the knees.
Ένιωσα αδύναμη στα γόνατα.
They defended weak people.
Υπερασπίστηκαν τους αδύναμους ανθρώπους.
I was weak.
Ήμουν αδύναμος.