Translation meaning & definition of the word "weak" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αδύναμος" στην ελληνική γλώσσα
Weak
[Αδύναμος]adjective
1. Wanting in physical strength
- "A weak pillar"
- synonym:
- weak
1. Θέλοντας στη σωματική δύναμη
- "Ένας αδύναμος πυλώνας"
- συνώνυμο:
- αδύναμος
2. Overly diluted
- Thin and insipid
- "Washy coffee"
- "Watery milk"
- "Weak tea"
- synonym:
- watery ,
- washy ,
- weak
2. Υπερβολικά αραιωμένο
- Λεπτός και άπιαστος
- "Πλούσιος καφές"
- "Υδατοειδές γάλα"
- "Αδύναμο τσάι"
- συνώνυμο:
- υδαρής ,
- πλένω ,
- αδύναμος
3. (used of vowels or syllables) pronounced with little or no stress
- "A syllable that ends in a short vowel is a light syllable"
- "A weak stress on the second syllable"
- synonym:
- unaccented ,
- light ,
- weak
3. (χρησιμοποιείται από φωνήεντα ή συλλαβές) έντονο με ελάχιστο ή καθόλου άγχος
- "Μια συλλαβή που καταλήγει σε ένα σύντομο φωνήεν είναι μια ελαφριά συλλαβή"
- "Ένα αδύναμο άγχος για τη δεύτερη συλλαβή"
- συνώνυμο:
- ακέντρωτοσ ,
- φως ,
- αδύναμος
4. Wanting in moral strength, courage, or will
- Having the attributes of man as opposed to e.g. divine beings
- "I'm only a fallible human"
- "Frail humanity"
- synonym:
- fallible ,
- frail ,
- imperfect ,
- weak
4. Θέλοντας με ηθική δύναμη, θάρρος ή θέληση
- Έχοντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου σε αντίθεση με π.χ. θεϊκά όντα
- "Είμαι απλά ένας λανθασμένος άνθρωπος"
- "Εξαφανισμένη ανθρωπότητα"
- συνώνυμο:
- απατηλόσ ,
- εύθραυστοσ ,
- ατελής ,
- αδύναμος
5. Tending downward in price
- "A weak market for oil stocks"
- synonym:
- weak
5. Τείνουν προς τα κάτω στην τιμή
- "Μια αδύναμη αγορά για τα αποθέματα πετρελαίου"
- συνώνυμο:
- αδύναμος
6. Deficient or lacking in some skill
- "He's weak in spelling"
- synonym:
- weak
6. Ανεπαρκής ή ελλιπής σε κάποια δεξιότητα
- "Είναι αδύναμος στην ορθογραφία"
- συνώνυμο:
- αδύναμος
7. Lacking bodily or muscular strength or vitality
- "A feeble old woman"
- "Her body looked sapless"
- synonym:
- decrepit ,
- debile ,
- feeble ,
- infirm ,
- rickety ,
- sapless ,
- weak ,
- weakly
7. Έλλειψη σωματικής ή μυϊκής δύναμης ή ζωτικότητας
- "Αδύναμη γριά"
- "Το σώμα της φαινόταν ατρόμητο"
- συνώνυμο:
- αποστασιοποιημένοσ ,
- αποβλακωμένοσ ,
- αδύναμος ,
- αδύνατοσ ,
- ακανθώδεσ ,
- χυμώδησ ,
- ασθενώσ
8. (used of verbs) having standard (or regular) inflection
- synonym:
- weak
8. (χρησιμοποιείται από ρήματα) με τυποποιημένη κανονική κλίση (
- συνώνυμο:
- αδύναμος
9. Not having authority, political strength, or governing power
- "A weak president"
- synonym:
- weak
9. Δεν έχουν εξουσία, πολιτική δύναμη ή κυβερνητική εξουσία
- "Αδύναμος πρόεδρος"
- συνώνυμο:
- αδύναμος
10. Deficient in magnitude
- Barely perceptible
- Lacking clarity or brightness or loudness etc
- "A faint outline"
- "The wan sun cast faint shadows"
- "The faint light of a distant candle"
- "Weak colors"
- "A faint hissing sound"
- "A faint aroma"
- "A weak pulse"
- synonym:
- faint ,
- weak
10. Ανεπαρκής σε μέγεθος
- Μόλις αντιληπτό
- Έλλειψη σαφήνειας ή φωτεινότητας ή δυνατότητας κ.λπ
- "Ένα αχνό περίγραμμα"
- "Ο βαν ήλιος ρίχνει αχνές σκιές"
- "Το αχνό φως ενός μακρινού κεριού"
- "Αδύναμα χρώματα"
- "Ένας αχνός ήχος"
- "Ένα αχνό άρωμα"
- "Ένας αδύναμος παλμός"
- συνώνυμο:
- αμυδρότητα ,
- αδύναμος
11. Likely to fail under stress or pressure
- "The weak link in the chain"
- synonym:
- weak
11. Πιθανότατα να αποτύχει κάτω από το άγχος ή την πίεση
- "Ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα"
- συνώνυμο:
- αδύναμος
12. Deficient in intelligence or mental power
- "A weak mind"
- synonym:
- weak
12. Ανεπαρκής σε νοημοσύνη ή ψυχική δύναμη
- "Αδύναμο μυαλό"
- συνώνυμο:
- αδύναμος