Translation meaning & definition of the word "wayside" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πίσω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wayside
[Διαδρομή]/wesaɪd/
noun
1. Edge of a way or road or path
- "Flowers along the wayside"
- synonym:
- wayside ,
- roadside
1. Άκρη ενός δρόμου ή δρόμου ή μονοπατιού
- "Λουλούδια κατά μήκος της άκρης του δρόμου"
- συνώνυμο:
- τρόποσ ,
- δρόμος
Examples of using
That tradition has fallen by the wayside.
Αυτή η παράδοση έχει πέσει από την άκρη του δρόμου.