Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "way" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρόπος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Way

[Δρόμος]
/we/

noun

1. How something is done or how it happens

  • "Her dignified manner"
  • "His rapid manner of talking"
  • "Their nomadic mode of existence"
  • "In the characteristic new york style"
  • "A lonely way of life"
  • "In an abrasive fashion"
    synonym:
  • manner
  • ,
  • mode
  • ,
  • style
  • ,
  • way
  • ,
  • fashion

1. Πώς γίνεται κάτι ή πώς συμβαίνει

  • "Αξιοπρεπής τρόπος"
  • "Ο γρήγορος τρόπος ομιλίας"
  • "Ο νομαδικός τρόπος ύπαρξής τους"
  • "Στο χαρακτηριστικό στυλ της νέας υόρκης"
  • "Ένας μοναχικός τρόπος ζωής"
  • "Με λειαντικό τρόπο"
    συνώνυμο:
  • τρόπος
  • ,
  • λειτουργία
  • ,
  • στυλ
  • ,
  • μόδα

2. How a result is obtained or an end is achieved

  • "A means of control"
  • "An example is the best agency of instruction"
  • "The true way to success"
    synonym:
  • means
  • ,
  • agency
  • ,
  • way

2. Πώς επιτυγχάνεται ένα αποτέλεσμα ή πώς επιτυγχάνεται ένα τέλος

  • "Ένα μέσο ελέγχου"
  • "Ένα παράδειγμα είναι η καλύτερη υπηρεσία διδασκαλίας"
  • "Ο πραγματικός δρόμος προς την επιτυχία"
    συνώνυμο:
  • μέσα
  • ,
  • οργανισμός
  • ,
  • τρόπος

3. A line leading to a place or point

  • "He looked the other direction"
  • "Didn't know the way home"
    synonym:
  • direction
  • ,
  • way

3. Μια γραμμή που οδηγεί σε ένα μέρος ή σημείο

  • "Είδε την άλλη κατεύθυνση"
  • "Δεν ξέρω το δρόμο για το σπίτι"
    συνώνυμο:
  • κατεύθυνση
  • ,
  • τρόπος

4. The condition of things generally

  • "That's the way it is"
  • "I felt the same way"
    synonym:
  • way

4. Η κατάσταση των πραγμάτων γενικά

  • "Αυτός είναι ο τρόπος που είναι"
  • "Ένιωθα το ίδιο"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

5. A course of conduct

  • "The path of virtue"
  • "We went our separate ways"
  • "Our paths in life led us apart"
  • "Genius usually follows a revolutionary path"
    synonym:
  • way
  • ,
  • path
  • ,
  • way of life

5. Μια πορεία συμπεριφοράς

  • "Ο δρόμος της αρετής"
  • "Πήγαμε στους ξεχωριστούς τρόπους μας"
  • "Οι δρόμοι μας στη ζωή μας μας οδήγησαν στην απομόνωση"
  • "Ο γένιος ακολουθεί συνήθως ένα επαναστατικό μονοπάτι"
    συνώνυμο:
  • τρόπος
  • ,
  • μονοπάτι
  • ,
  • τρόπος ζωής

6. Any artifact consisting of a road or path affording passage from one place to another

  • "He said he was looking for the way out"
    synonym:
  • way

6. Κάθε τεχνούργημα που αποτελείται από ένα δρόμο ή μονοπάτι που παρέχει το πέρασμα από το ένα μέρος στο άλλο

  • "Είπε ότι έψαχνε τη διέξοδο"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

7. A journey or passage

  • "They are on the way"
    synonym:
  • way

7. Ένα ταξίδι ή πέρασμα

  • "Είναι στο δρόμο"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

8. Space for movement

  • "Room to pass"
  • "Make way for"
  • "Hardly enough elbow room to turn around"
    synonym:
  • room
  • ,
  • way
  • ,
  • elbow room

8. Χώρος για κίνηση

  • "Δωμάτιο για να περάσει"
  • "Κάνε δρόμο για"
  • "Αρκετά σκληρά αγκώνα για να γυρίσει γύρω"
    συνώνυμο:
  • δωμάτιο
  • ,
  • τρόπος
  • ,
  • αγκώνας

9. The property of distance in general

  • "It's a long way to moscow"
  • "He went a long ways"
    synonym:
  • way

9. Η ιδιοκτησία της απόστασης γενικά

  • "Είναι πολύ μακριά από τη μόσχα"
  • "Πήγε μεγάλους τρόπους"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

10. Doing as one pleases or chooses

  • "If i had my way"
    synonym:
  • way

10. Κάνοντας όπως επιλέγει ή ευχαριστεί

  • "Αν είχα τον δρόμο μου"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

11. A general category of things

  • Used in the expression `in the way of'
  • "They didn't have much in the way of clothing"
    synonym:
  • way

11. Μια γενική κατηγορία πραγμάτων

  • Χρησιμοποιείται στην έκφραση `με τον τρόπο της'
  • "Δεν είχαν πολλά στον τρόπο της ένδυσης"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

12. A portion of something divided into shares

  • "They split the loot three ways"
    synonym:
  • way

12. Ένα μέρος από κάτι χωρίζεται σε μετοχές

  • "Χώρισαν το λάφυρο τρεις τρόπους"
    συνώνυμο:
  • τρόπος

adverb

1. To a great degree or by a great distance

  • Very much (`right smart' is regional in the united states)
  • "Way over budget"
  • "Way off base"
  • "The other side of the hill is right smart steeper than the side we are on"
    synonym:
  • way
  • ,
  • right smart

1. Σε μεγάλο βαθμό ή σε μεγάλη απόσταση

  • Πάρα πολύ (`δεξιά έξυπνη` είναι περιφερειακή στις ηνωμένες πολιτείες)
  • "Πέρα από τον προϋπολογισμό"
  • "Εκτός βάσης"
  • "Η άλλη πλευρά του λόφου είναι ακριβώς έξυπνη πιο απότομη από την πλευρά στην οποία βρισκόμαστε"
    συνώνυμο:
  • τρόπος
  • ,
  • σωστός έξυπνος

Examples of using

Why are you looking at me that way?
Γιατί με κοιτάς έτσι?
Don't talk to me that way.
Μη μου μιλάς έτσι.
Tom does everything in such a roundabout way.
Ο Τομ κάνει τα πάντα με τέτοιο κυκλικό τρόπο.