Translation meaning & definition of the word "waxing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Waxing
[Κερί]/wæksɪŋ/
noun
1. The application of wax to a surface
- synonym:
- waxing
1. Η εφαρμογή του κεριού σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- αποτρίχωση
2. A gradual increase in magnitude or extent
- "The waxing of the moon"
- synonym:
- waxing
2. Σταδιακή αύξηση του μεγέθους ή της έκτασης
- "Η αποτρίχωση του φεγγαριού"
- συνώνυμο:
- αποτρίχωση
adjective
1. (of the moon) pertaining to the period during which the visible surface of the moon increases
- "The waxing moon passes from new to full"
- synonym:
- waxing
1. ( του φεγγαριού) που σχετίζεται με την περίοδο κατά την οποία αυξάνεται η ορατή επιφάνεια του φεγγαριού
- "Το φεγγάρι αποτρίχωσης περνά από νέο σε πλήρες"
- συνώνυμο:
- αποτρίχωση