Translation meaning & definition of the word "wax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wax
[Κερί]/wæks/
noun
1. Any of various substances of either mineral origin or plant or animal origin
- They are solid at normal temperatures and insoluble in water
- synonym:
- wax
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες ουσίες είτε ορυκτής προέλευσης είτε φυτικής είτε ζωικής προέλευσης
- Είναι στερεά σε κανονικές θερμοκρασίες και αδιάλυτα στο νερό
- συνώνυμο:
- κερί
verb
1. Cover with wax
- "Wax the car"
- synonym:
- wax
1. Καλύψτε με κερί
- "Κεράστε το αυτοκίνητο"
- συνώνυμο:
- κερί
2. Go up or advance
- "Sales were climbing after prices were lowered"
- synonym:
- wax ,
- mount ,
- climb ,
- rise
2. Ανεβαίνω ή προχωρώ
- "Οι πωλήσεις ανέβηκαν μετά τη μείωση των τιμών"
- συνώνυμο:
- κερί ,
- βουνό ,
- ανεβαίνω ,
- αυξάνω
3. Increase in phase
- "The moon is waxing"
- synonym:
- wax ,
- full
3. Αύξηση στη φάση
- "Το φεγγάρι αποτεφρώνει"
- συνώνυμο:
- κερί ,
- γεμάτος