Translation meaning & definition of the word "wavy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυματιστή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wavy
[Κυματιστός]/wevi/
adjective
1. (of hair) having waves
- "She had long wavy hair"
- synonym:
- wavy
1. (των μαλλιών) με κύματα
- "Είχε μακριά κυματιστά μαλλιά"
- συνώνυμο:
- κυματιστός
2. Uneven by virtue of having wrinkles or waves
- synonym:
- crinkled ,
- crinkly ,
- rippled ,
- wavy ,
- wavelike
2. Ανομοιόμορφος λόγω των ρυτίδων ή των κυμάτων
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- τραγανά ,
- κυματίζω ,
- κυματιστός ,
- βαλβίδα