Translation meaning & definition of the word "wavering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατεύθυνση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wavering
[Κυματίζω]/wevərɪŋ/
noun
1. Indecision in speech or action
- synonym:
- hesitation ,
- vacillation ,
- wavering
1. Αναποφασιστικότητα στην ομιλία ή τη δράση
- συνώνυμο:
- δισταγμός ,
- εκκενώσεισ ,
- αμφιταλαντεύω
2. The quality of being unsteady and subject to changes
- "He kept a record of price fluctuations"
- synonym:
- fluctuation ,
- wavering
2. Η ποιότητα του να είσαι ασταθής και να υπόκειται σε αλλαγές
- "Τήρησε ένα ρεκόρ διακυμάνσεων των τιμών"
- συνώνυμο:
- διακύμανση ,
- αμφιταλαντεύω
adjective
1. Uncertain in purpose or action
- synonym:
- vacillant ,
- vacillating ,
- wavering
1. Αβέβαιος στο σκοπό ή τη δράση
- συνώνυμο:
- κενόσ ,
- εκκενώσεωσ ,
- αμφιταλαντεύω