Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "waver" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυβέρνηση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Waver

[Κυματίζω]
/wevər/

noun

1. Someone who communicates by waving

    synonym:
  • waver

1. Κάποιος που επικοινωνεί κουνώντας

    συνώνυμο:
  • αμφιταλαντευόμενοσ

2. The act of pausing uncertainly

  • "There was a hesitation in his speech"
    synonym:
  • hesitation
  • ,
  • waver
  • ,
  • falter
  • ,
  • faltering

2. Η πράξη της παύσης αβέβαια

  • "Υπήρχε δισταγμός στην ομιλία του"
    συνώνυμο:
  • δισταγμός
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ
  • ,
  • παραπαίουσα
  • ,
  • παραπαίουν

3. The act of moving back and forth

    synonym:
  • waver
  • ,
  • flutter
  • ,
  • flicker

3. Η πράξη της μετακίνησης πέρα δώθε

    συνώνυμο:
  • αμφιταλαντευόμενοσ
  • ,
  • φτερουγίζω
  • ,
  • τρεμοπαίζω

verb

1. Pause or hold back in uncertainty or unwillingness

  • "Authorities hesitate to quote exact figures"
    synonym:
  • hesitate
  • ,
  • waver
  • ,
  • waffle

1. Παύση ή παραμονή στην αβεβαιότητα ή την απροθυμία

  • "Οι αρχές διστάζουν να παραθέσουν ακριβή στοιχεία"
    συνώνυμο:
  • διστάζω
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ
  • ,
  • βάφλα

2. Be unsure or weak

  • "Their enthusiasm is faltering"
    synonym:
  • falter
  • ,
  • waver

2. Να είστε αβέβαιοι ή αδύναμοι

  • "Ο ενθουσιασμός τους παραπαίει"
    συνώνυμο:
  • παραπαίουσα
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ

3. Move hesitatingly, as if about to give way

    synonym:
  • falter
  • ,
  • waver

3. Κινηθείτε διστακτικά, σαν να πρόκειται να δώσετε το δρόμο

    συνώνυμο:
  • παραπαίουσα
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ

4. Move or sway in a rising and falling or wavelike pattern

  • "The line on the monitor vacillated"
    synonym:
  • fluctuate
  • ,
  • vacillate
  • ,
  • waver

4. Μετακίνηση ή επηρεάζουν σε ένα ανερχόμενο και πτωτικό ή μοτίβο

  • "Η γραμμή στην οθόνη εκκενώθηκε"
    συνώνυμο:
  • κυμαίνεται
  • ,
  • εκκενώνω
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ

5. Move back and forth very rapidly

  • "The candle flickered"
    synonym:
  • flicker
  • ,
  • waver
  • ,
  • flitter
  • ,
  • flutter
  • ,
  • quiver

5. Προχωρήστε πέρα δώθε πολύ γρήγορα

  • "Το κερί τρεμόπαιζε"
    συνώνυμο:
  • τρεμοπαίζω
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ
  • ,
  • αναβοσβήνω
  • ,
  • φτερουγίζω

6. Sway to and fro

    synonym:
  • waver
  • ,
  • weave

6. Παρασυρθείτε προς και προς

    συνώνυμο:
  • αμφιταλαντευόμενοσ
  • ,
  • ύφανση

7. Give off unsteady sounds, alternating in amplitude or frequency

    synonym:
  • quaver
  • ,
  • waver

7. Εκπέμπουν ασταθείς ήχους, εναλλάσσοντας σε πλάτος ή συχνότητα

    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • αμφιταλαντευόμενοσ