Translation meaning & definition of the word "wave" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κύμα" στην ελληνική γλώσσα
Wave
[Κύμα]noun
1. One of a series of ridges that moves across the surface of a liquid (especially across a large body of water)
- synonym:
- wave ,
- moving ridge
1. Μία από μια σειρά κορυφογραμμών που κινείται σε όλη την επιφάνεια ενός υγρού (ειδικά σε ένα μεγάλο σώμα από υδατ)
- συνώνυμο:
- κύμα ,
- κινούμενη κορυφογραμμή
2. A movement like that of a sudden occurrence or increase in a specified phenomenon
- "A wave of settlers"
- "Troops advancing in waves"
- synonym:
- wave
2. Μια κίνηση όπως αυτή μιας ξαφνικής εμφάνισης ή αύξησης σε ένα συγκεκριμένο φαινόμενο
- "Ένα κύμα εποίκων"
- "Οι σταυροί προχωρούν σε κύματα"
- συνώνυμο:
- κύμα
3. (physics) a movement up and down or back and forth
- synonym:
- wave ,
- undulation
3. (φυσική) μια κίνηση πάνω-κάτω ή πίσω και πίσω
- συνώνυμο:
- κύμα ,
- κυματισμόσ
4. Something that rises rapidly
- "A wave of emotion swept over him"
- "There was a sudden wave of buying before the market closed"
- "A wave of conservatism in the country led by the hard right"
- synonym:
- wave
4. Κάτι που ανεβαίνει γρήγορα
- "Ένα κύμα συναισθημάτων τον παρέσυρε"
- "Υπήρξε ένα ξαφνικό κύμα αγοράς πριν κλείσει η αγορά"
- "Ένα κύμα συντηρητισμού στη χώρα με επικεφαλής τη σκληρή δεξιά"
- συνώνυμο:
- κύμα
5. The act of signaling by a movement of the hand
- synonym:
- wave ,
- waving ,
- wafture
5. Η πράξη της σηματοδότησης από μια κίνηση του χεριού
- συνώνυμο:
- κύμα ,
- κυματίζω ,
- πλακόστρωτο
6. A hairdo that creates undulations in the hair
- synonym:
- wave
6. Ένα χτένισμα που δημιουργεί κυματισμούς στα μαλλιά
- συνώνυμο:
- κύμα
7. An undulating curve
- synonym:
- wave ,
- undulation
7. Μια κυματιστή καμπύλη
- συνώνυμο:
- κύμα ,
- κυματισμόσ
8. A persistent and widespread unusual weather condition (especially of unusual temperatures)
- "A heat wave"
- synonym:
- wave
8. Μια επίμονη και ευρέως διαδεδομένη ασυνήθιστη κατάσταση (ειδικά ασυνήθιστες θερμοκρασίες)
- "Ένα κύμα καύσωνα"
- συνώνυμο:
- κύμα
9. A member of the women's reserve of the united states navy
- Originally organized during world war ii but now no longer a separate branch
- synonym:
- Wave
9. Μέλος του αποθεματικού του ναυτικού των ηπα
- Αρχικά οργανώθηκε κατά τη διάρκεια του α ́ παγκοσμίου πολέμου, αλλά τώρα δεν είναι πλέον ένα ξεχωριστό παράρτημα
- συνώνυμο:
- Κύμα
verb
1. Signal with the hands or nod
- "She waved to her friends"
- "He waved his hand hospitably"
- synonym:
- beckon ,
- wave
1. Σηματοδοτήστε με τα χέρια ή το νεύμα
- "Κυμάτισε στους φίλους της"
- "Κύριε το χέρι του φιλόξενα"
- συνώνυμο:
- μπέκαν ,
- κύμα
2. Move or swing back and forth
- "She waved her gun"
- synonym:
- brandish ,
- flourish ,
- wave
2. Μετακίνηση ή ταλάντευση εμπρός και πίσω
- "Κυμάτισε το όπλο της"
- συνώνυμο:
- μαρκαριστήσ ,
- ανθίζω ,
- κύμα
3. Move in a wavy pattern or with a rising and falling motion
- "The curtains undulated"
- "The waves rolled towards the beach"
- synonym:
- roll ,
- undulate ,
- flap ,
- wave
3. Μετακινηθείτε σε ένα κυματιστό μοτίβο ή με μια αυξανόμενη και πτωτική κίνηση
- "Οι κουρτίνες κυματιστές"
- "Τα κύματα έτρεξαν προς την παραλία"
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- κυματίζω ,
- πτερύγιο ,
- κύμα
4. Twist or roll into coils or ringlets
- "Curl my hair, please"
- synonym:
- curl ,
- wave
4. Στρίψτε ή κυλήστε σε πηνία ή κουδουνίσματα
- "Κλείσε τα μαλλιά μου, σε παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- μπούκλα ,
- κύμα
5. Set waves in
- "She asked the hairdresser to wave her hair"
- synonym:
- wave
5. Βάζω κύματα σε
- "Ζήτησε από το κομμωτήριο να της χτυπήσει τα μαλλιά"
- συνώνυμο:
- κύμα