Translation meaning & definition of the word "wattle" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ποντίκι" στην ελληνική γλώσσα
Wattle
[Κουδούνι]noun
1. A fleshy wrinkled and often brightly colored fold of skin hanging from the neck or throat of certain birds (chickens and turkeys) or lizards
- synonym:
- wattle ,
- lappet
1. Μια σαρκώδης ρυτιδιασμένη και συχνά έντονα χρωματισμένη πτυχή του δέρματος που κρέμεται από το λαιμό ή το λαιμό ορισμένων πτηνών ( και σαύρες
- συνώνυμο:
- βατ ,
- λαπέτο
2. Framework consisting of stakes interwoven with branches to form a fence
- synonym:
- wattle
2. Πλαίσιο που αποτελείται από πονταρίσματα συνυφασμένα με κλαδιά για να σχηματίσουν ένα φράχτη
- συνώνυμο:
- βατ
3. Any of various australasian trees yielding slender poles suitable for wattle
- synonym:
- wattle
3. Οποιοδήποτε από τα διάφορα δέντρα της αυστραλίας που προσφέρουν λεπτούς πόλους κατάλληλους για βοοειδή
- συνώνυμο:
- βατ
verb
1. Build of or with wattle
- synonym:
- wattle
1. Κατασκευή ή με βοοειδή
- συνώνυμο:
- βατ
2. Interlace to form wattle
- synonym:
- wattle
2. Παρεμβάλλεται για να σχηματίσει βοοειδή
- συνώνυμο:
- βατ