Translation meaning & definition of the word "watery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Watery
[Υδατώδης]/wɔtəri/
adjective
1. Filled with water
- "Watery soil"
- synonym:
- watery
1. Γεμάτο με νερό
- "Υδατώδες έδαφος"
- συνώνυμο:
- υδαρής
2. Wet with secreted or exuded moisture such as sweat or tears
- "Wiped his reeking neck"
- synonym:
- reeking ,
- watery
2. Υγρό με εκκρινόμενη ή αποπνεόμενη υγρασία όπως ιδρώτας ή δάκρυα
- "Ξύπνησε τον λαιμό του"
- συνώνυμο:
- επαναφορά ,
- υδαρής
3. Relating to or resembling or consisting of water
- "A watery substance"
- "A watery color"
- synonym:
- watery
3. Σχετικά με ή παρόμοια ή αποτελούμενα από νερό
- "Υδαρής ουσία"
- "Υδαρές χρώμα"
- συνώνυμο:
- υδαρής
4. Overly diluted
- Thin and insipid
- "Washy coffee"
- "Watery milk"
- "Weak tea"
- synonym:
- watery ,
- washy ,
- weak
4. Υπερβολικά αραιωμένο
- Λεπτός και άπιαστος
- "Πλούσιος καφές"
- "Υδατοειδές γάλα"
- "Αδύναμο τσάι"
- συνώνυμο:
- υδαρής ,
- πλένω ,
- αδύναμος