Translation meaning & definition of the word "watertight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υδατοστεγανό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Watertight
[Στεγανόσ]/wɔtərtaɪt/
adjective
1. Not allowing water to pass in or out
- synonym:
- watertight
1. Δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει μέσα ή έξω
- συνώνυμο:
- υδατοστεγανόσ
2. Without flaws or loopholes
- "An ironclad contract"
- "A watertight alibi"
- "A bulletproof argument"
- synonym:
- unassailable ,
- unshakable ,
- watertight ,
- bulletproof
2. Χωρίς ελαττώματα ή κενά
- "Συμβόλαιο σιδερένιας επίθεσης"
- "Υδατοστεγές άλλοθι"
- "Αλεξίσφαιρο επιχείρημα"
- συνώνυμο:
- μη διαθέσιμο ,
- ακλόνητοσ ,
- υδατοστεγανόσ ,
- αλεξίσφαιρο