Translation meaning & definition of the word "waterfall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταρράκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Waterfall
[Καταρράκτησ]/wɔtərfɔl/
noun
1. A steep descent of the water of a river
- synonym:
- waterfall ,
- falls
1. Μια απότομη κατάβαση του νερού ενός ποταμού
- συνώνυμο:
- καταρράκτης ,
- πέφτει
Examples of using
The valley echoes the sound of the waterfall.
Η κοιλάδα αντηχεί τον ήχο του καταρράκτη.