Translation meaning & definition of the word "water" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "νερό" στην ελληνική γλώσσα
Water
[Νερό]noun
1. Binary compound that occurs at room temperature as a clear colorless odorless tasteless liquid
- Freezes into ice below 0 degrees centigrade and boils above 100 degrees centigrade
- Widely used as a solvent
- synonym:
- water ,
- H2O
1. Δυαδική ένωση που εμφανίζεται σε θερμοκρασία δωματίου ως ένα διαυγές άχρωμο άοσμο άγευστο υγρό
- Παγώνει σε πάγο κάτω από 0 βαθμούς κελσίου και βράζει πάνω από 100 βαθμούς κελσίου
- Ευρέως χρησιμοποιημένος ως διαλύτης
- συνώνυμο:
- νερό ,
- H2O
2. The part of the earth's surface covered with water (such as a river or lake or ocean)
- "They invaded our territorial waters"
- "They were sitting by the water's edge"
- synonym:
- body of water ,
- water
2. Το τμήμα της επιφάνειας της γης που καλύπτεται με νερό (όπως ποτάμι ή λίμνη ή ωκεανός)
- "Εισέβαλαν στα χωρικά μας ύδατα"
- "Κάθονταν δίπλα στην άκρη του νερού"
- συνώνυμο:
- σώμα νερού ,
- νερό
3. Once thought to be one of four elements composing the universe (empedocles)
- synonym:
- water
3. Κάποτε θεωρήθηκε ότι ήταν ένα από τα τέσσερα στοιχεία που συνθέτουν το σύμπαν (εμπεδοκλής)
- συνώνυμο:
- νερό
4. A facility that provides a source of water
- "The town debated the purification of the water supply"
- "First you have to cut off the water"
- synonym:
- water system ,
- water supply ,
- water
4. Μια εγκατάσταση που παρέχει πηγή νερού
- "Η πόλη συζήτησε για τον καθαρισμό της παροχής νερού"
- "Πρώτα πρέπει να κόψεις το νερό"
- συνώνυμο:
- σύστημα νερού ,
- παροχή νερού ,
- νερό
5. Liquid excretory product
- "There was blood in his urine"
- "The child had to make water"
- synonym:
- urine ,
- piss ,
- pee ,
- piddle ,
- weewee ,
- water
5. Υγρό απεκκριτικό προϊόν
- "Υπήρχε αίμα στα ούρα του"
- "Το παιδί έπρεπε να φτιάξει νερό"
- συνώνυμο:
- ούρα ,
- τσαντίζω ,
- κατούρημα ,
- τρυγόνι ,
- weewee ,
- νερό
6. A liquid necessary for the life of most animals and plants
- "He asked for a drink of water"
- synonym:
- water
6. Ένα υγρό αναγκαίο για τη ζωή των περισσότερων ζώων και φυτών
- "Ζήτησε ένα ποτό νερό"
- συνώνυμο:
- νερό
verb
1. Supply with water, as with channels or ditches or streams
- "Water the fields"
- synonym:
- water ,
- irrigate
1. Παροχή με νερό, όπως με κανάλια ή τάφρους ή ρυάκια
- "Νερό τα χωράφια"
- συνώνυμο:
- νερό ,
- αρδεύω
2. Provide with water
- "We watered the buffalo"
- synonym:
- water
2. Παρέχετε με νερό
- "Ποτίσαμε το βουβάλι"
- συνώνυμο:
- νερό
3. Secrete or form water, as tears or saliva
- "My mouth watered at the prospect of a good dinner"
- "His eyes watered"
- synonym:
- water
3. Εκκρίνετε ή σχηματίζετε νερό, ως δάκρυα ή σάλιο
- "Το στόμα μου πότισε με την προοπτική ενός καλού δείπνου"
- "Τα μάτια του πότισαν"
- συνώνυμο:
- νερό
4. Fill with tears
- "His eyes were watering"
- synonym:
- water
4. Γέμισε δάκρυα
- "Τα μάτια του βούρκωναν"
- συνώνυμο:
- νερό