Translation meaning & definition of the word "watchman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρακολούθηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Watchman
[Φύλακασ]/wɑʧmən/
noun
1. A guard who keeps watch
- synonym:
- watchman ,
- watcher ,
- security guard
1. Ένας φύλακας που κρατάει το ρολόι
- συνώνυμο:
- φύλακασ ,
- παρατηρητήσ ,
- φύλακας ασφαλείας