Translation meaning & definition of the word "watchful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσεγμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Watchful
[Προσοχή]/wɑʧfəl/
adjective
1. Engaged in or accustomed to close observation
- "Caught by a couple of alert cops"
- "Alert enough to spot the opportunity when it came"
- "Constantly alert and vigilant, like a sentinel on duty"
- synonym:
- alert ,
- watchful
1. Ασχολούνται ή να συνηθίσουν να κλείσουν την παρατήρηση
- "Πιάστηκε από μερικούς μπάτσους συναγερμού"
- "Αρκετά για να εντοπίσετε την ευκαιρία όταν ήρθε"
- "Συνεχώς σε εγρήγορση και επαγρύπνηση, όπως ένας στέλεχος στο καθήκον"
- συνώνυμο:
- ειδοποίηση ,
- άγρυπνοσ
2. Experiencing or accompanied by sleeplessness
- "Insomniac old people"
- "Insomniac nights"
- "Lay sleepless all night"
- "Twenty watchful, weary, tedious nights"- shakespeare
- synonym:
- insomniac ,
- sleepless ,
- watchful
2. Βίωση ή συνοδεία από αϋπνία
- "Ασυνήθιστοι ηλικιωμένοι"
- "Ασυνήθιστες νύχτες"
- "Να ξυπνάτε άγρυπνοι όλη τη νύχτα"
- "Είκοσι άγρυπνες, κουρασμένες, κουραστικές νύχτες"- σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- αϋπνία ,
- άγρυπνος ,
- άγρυπνοσ
Examples of using
Be watchful.
Να είστε προσεκτικοί.