Translation meaning & definition of the word "wasteland" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βουνό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wasteland
[Αποβάθρα]/westlænd/
noun
1. An uninhabited wilderness that is worthless for cultivation
- "The barrens of central africa"
- "The trackless wastes of the desert"
- synonym:
- barren ,
- waste ,
- wasteland
1. Μια ακατοίκητη έρημος που είναι άχρηστη για καλλιέργεια
- "Οι στείρες της κεντρικής αφρικής"
- "Τα ανεξέλεγκτα απόβλητα της ερήμου"
- συνώνυμο:
- μπάρεν ,
- απόβλητα ,
- ηφαιστεία