Translation meaning & definition of the word "wasteful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευχάριστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wasteful
[Σπάταλοσ]/westfəl/
adjective
1. Inefficient in use of time and effort and materials
- "A clumsy and wasteful process"
- "Wasteful duplication of effort"
- "Uneconomical ebb and flow of power"
- synonym:
- uneconomical ,
- wasteful
1. Αναποτελεσματική χρήση χρόνου και προσπάθειας και υλικών
- "Μια αδέξια και σπάταλη διαδικασία"
- "Ευχάριστη επικάλυψη της προσπάθειας"
- "Ασυνήθιστη πηγή και ροή εξουσίας"
- συνώνυμο:
- μη οικονομικά ,
- σπάταλος
2. Tending to squander and waste
- synonym:
- wasteful
2. Τείνουν να σπαταλούν και να σπαταλούν
- συνώνυμο:
- σπάταλος
3. Laying waste
- "When wasteful war shall statues overturn"- shakespeare
- synonym:
- wasteful
3. Απόβλητα της εγκατάστασης
- "Όταν ο σπάταλος πόλεμος θα ανατρέψουν τα αγάλματα" - σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- σπάταλος