Translation meaning & definition of the word "wasted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπατάλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wasted
[Σπαταλώ]/westɪd/
adjective
1. Serving no useful purpose
- Having no excuse for being
- "Otiose lines in a play"
- "Advice is wasted words"
- "A pointless remark"
- "A life essentially purposeless"
- "Senseless violence"
- synonym:
- otiose ,
- pointless ,
- purposeless ,
- senseless ,
- superfluous ,
- wasted
1. Δεν εξυπηρετούν κανένα χρήσιμο σκοπό
- Δεν έχει καμία δικαιολογία για να είναι
- "Απότομες γραμμές σε ένα παιχνίδι"
- "Η συμβουλή είναι χαμένες λέξεις"
- "Μια άσκοπη παρατήρηση"
- "Μια ζωή ουσιαστικά χωρίς σκοπό"
- "Ανώφελη βία"
- συνώνυμο:
- οστεόζη ,
- άσκοποσ ,
- σκόπιμη ,
- ανόητοσ ,
- περιττός ,
- σπατάλη
2. Not used to good advantage
- "Squandered money cannot be replaced"
- "A wasted effort"
- synonym:
- squandered ,
- wasted
2. Δεν χρησιμοποιείται για καλό πλεονέκτημα
- "Τα συντηρημένα χρήματα δεν μπορούν να αντικατασταθούν"
- "Μια χαμένη προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- σπαταλώ ,
- σπατάλη
3. (of an organ or body part) diminished in size or strength as a result of disease or injury or lack of use
- "Partial paralysis resulted in an atrophied left arm"
- synonym:
- atrophied ,
- wasted ,
- diminished
3. ( ενός οργάνου ή μέρους του σώματος) μειώθηκε σε μέγεθος ή δύναμη ως αποτέλεσμα ασθένειας ή τραυματισμού ή έλλειψης χρήσης
- "Η μερική παράλυση οδήγησε σε ατροφικό αριστερό χέρι"
- συνώνυμο:
- ατροφήσει ,
- σπατάλη ,
- μειωμένοσ
4. Very thin especially from disease or hunger or cold
- "Emaciated bony hands"
- "A nightmare population of gaunt men and skeletal boys"
- "Eyes were haggard and cavernous"
- "Small pinched faces"
- "Kept life in his wasted frame only by grim concentration"
- synonym:
- bony ,
- cadaverous ,
- emaciated ,
- gaunt ,
- haggard ,
- pinched ,
- skeletal ,
- wasted
4. Πολύ λεπτό ειδικά από ασθένεια ή πείνα ή κρύο
- "Εκπληκτικά οστεώδη χέρια"
- "Ένας εφιαλτικός πληθυσμός ανδρών γάντι και σκελετικών αγοριών"
- "Τα μάτια ήταν προστατευτικά και σπηλαιώδη"
- "Μικρά τσιμπημένα πρόσωπα"
- "Διατήρησε τη ζωή στο χαμένο πλαίσιό του μόνο με ζοφερή συγκέντρωση"
- συνώνυμο:
- μπόνι ,
- πτωματώδησ ,
- αδυνατίζω ,
- γάντι ,
- παραπαίουν ,
- τσιμπημένο ,
- σκελετός ,
- σπατάλη
Examples of using
We were hurrying in order to make up for the wasted time.
Βιαζόμασταν για να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο.
We were wasted.
Ήμασταν χαμένοι.
I think we've wasted enough of our time.
Νομίζω ότι χάσαμε αρκετό από το χρόνο μας.