Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "waste" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απόβλητα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Waste

[Απόβλητα]
/west/

noun

1. Any materials unused and rejected as worthless or unwanted

  • "They collect the waste once a week"
  • "Much of the waste material is carried off in the sewers"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • waste material
  • ,
  • waste matter
  • ,
  • waste product

1. Οποιαδήποτε υλικά που δεν χρησιμοποιήθηκαν και απορρίφθηκαν ως άχρηστα ή ανεπιθύμητα

  • "Συλλέγουν τα απόβλητα μία φορά την εβδομάδα"
  • "Πολλά από τα απόβλητα μεταφέρονται στους υπονόμους"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • προϊόν αποβλήτων

2. Useless or profitless activity

  • Using or expending or consuming thoughtlessly or carelessly
  • "If the effort brings no compensating gain it is a waste"
  • "Mindless dissipation of natural resources"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • wastefulness
  • ,
  • dissipation

2. Άχρηστη ή αποδοτική δραστηριότητα

  • Χρησιμοποιώντας ή δαπανώντας ή καταναλώνοντας απρόσεκτα ή απρόσεκτα
  • "Αν η προσπάθεια δεν φέρει αποζημίωση κέρδους, είναι σπατάλη"
  • "Απρόσεκτη διάχυση των φυσικών πόρων"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • σπατάλη
  • ,
  • διασκεδασμόσ

3. The trait of wasting resources

  • "A life characterized by thriftlessness and waste"
  • "The wastefulness of missed opportunities"
    synonym:
  • thriftlessness
  • ,
  • waste
  • ,
  • wastefulness

3. Το χαρακτηριστικό της σπατάλης πόρων

  • "Μια ζωή που χαρακτηρίζεται από λιτότητα και απόβλητα"
  • "Η σπατάλη των χαμένων ευκαιριών"
    συνώνυμο:
  • απερισκεψία
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • σπατάλη

4. An uninhabited wilderness that is worthless for cultivation

  • "The barrens of central africa"
  • "The trackless wastes of the desert"
    synonym:
  • barren
  • ,
  • waste
  • ,
  • wasteland

4. Μια ακατοίκητη έρημος που είναι άχρηστη για καλλιέργεια

  • "Οι στείρες της κεντρικής αφρικής"
  • "Τα ανεξέλεγκτα απόβλητα της ερήμου"
    συνώνυμο:
  • μπάρεν
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • ηφαιστεία

5. (law) reduction in the value of an estate caused by act or neglect

    synonym:
  • waste
  • ,
  • permissive waste

5. (-) μείωση της αξίας μιας περιουσίας που προκαλείται από πράξη ή παραμέληση

    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • ανεκτά απόβλητα

verb

1. Spend thoughtlessly

  • Throw away
  • "He wasted his inheritance on his insincere friends"
  • "You squandered the opportunity to get and advanced degree"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • blow
  • ,
  • squander

1. Ξοδεύω ανεξίτηλα

  • Πετάω
  • "Σπατάλησε την κληρονομιά του στους ανειλικρινείς φίλους του"
  • "Σπατάλησες την ευκαιρία να πάρεις και προχωρημένο πτυχίο"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • χτύπημα
  • ,
  • σπαταλώ

2. Use inefficiently or inappropriately

  • "Waste heat"
  • "Waste a joke on an unappreciative audience"
    synonym:
  • waste

2. Χρησιμοποιήστε αναποτελεσματικά ή ακατάλληλα

  • "Θερμότητα αποβλήτων"
  • "Απολαύστε ένα αστείο σε ένα μη εκτιμητικό κοινό"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα

3. Get rid of

  • "We waste the dirty water by channeling it into the sewer"
    synonym:
  • waste

3. Ξεφορτώνομαι

  • "Σπαταλάμε το βρώμικο νερό διοχετεύοντάς το στο αποχετευτικό δίκτυο"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα

4. Run off as waste

  • "The water wastes back into the ocean"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • run off

4. Αποβάλλεται ως απόβλητο

  • "Το νερό επιστρέφει στον ωκεανό"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • τρέχω

5. Get rid of (someone who may be a threat) by killing

  • "The mafia liquidated the informer"
  • "The double agent was neutralized"
    synonym:
  • neutralize
  • ,
  • neutralise
  • ,
  • liquidate
  • ,
  • waste
  • ,
  • knock off
  • ,
  • do in

5. Απαλλαγείτε από το (κάπουν που μπορεί να είναι μια απειλή) με τη δολοφονία

  • "Η μαφία εκκαθάρισε τον πληροφοριοδότη"
  • "Ο διπλός πράκτορας εξουδετερώθηκε"
    συνώνυμο:
  • εξουδετερώνω
  • ,
  • ρευστοποιώ
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • αποτυγχάνω
  • ,
  • παίρνω

6. Spend extravagantly

  • "Waste not, want not"
    synonym:
  • consume
  • ,
  • squander
  • ,
  • waste
  • ,
  • ware

6. Ξοδεύετε υπερβολικά

  • "Μην αποβάλλεις, μην θέλεις"
    συνώνυμο:
  • καταναλώνω
  • ,
  • σπαταλώ
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • είδη

7. Lose vigor, health, or flesh, as through grief

  • "After her husband died, she just pined away"
    synonym:
  • pine away
  • ,
  • waste
  • ,
  • languish

7. Χάστε το σθένος, την υγεία ή τη σάρκα, όπως μέσω της θλίψης

  • "Μετά το θάνατο του άντρα της, απλά απομακρύνθηκε"
    συνώνυμο:
  • πεύκο
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • μαραζώνω

8. Cause to grow thin or weak

  • "The treatment emaciated him"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • emaciate
  • ,
  • macerate

8. Αιτία για να αυξηθεί λεπτός ή αδύναμος

  • "Η θεραπεία τον ενέπνευσε"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • εμακατεύω
  • ,
  • καταρρέω

9. Cause extensive destruction or ruin utterly

  • "The enemy lay waste to the countryside after the invasion"
    synonym:
  • lay waste to
  • ,
  • waste
  • ,
  • devastate
  • ,
  • desolate
  • ,
  • ravage
  • ,
  • scourge

9. Προκαλέστε εκτεταμένη καταστροφή ή καταστροφή εντελώς

  • "Ο εχθρός κατέβαλε τα απόβλητα στην ύπαιθρο μετά την εισβολή"
    συνώνυμο:
  • αποβάλλω
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • καταστρέφω
  • ,
  • απολέπιση
  • ,
  • καταστροφή
  • ,
  • μάστιγα

10. Become physically weaker

  • "Political prisoners are wasting away in many prisons all over the world"
    synonym:
  • waste
  • ,
  • rot

10. Γίνετε σωματικά πιο αδύναμοι

  • "Οι πολιτικοί κρατούμενοι σπαταλούν σε πολλές φυλακές σε όλο τον κόσμο"
    συνώνυμο:
  • απόβλητα
  • ,
  • σαπίζω

adjective

1. Located in a dismal or remote area

  • Desolate
  • "A desert island"
  • "A godforsaken wilderness crossroads"
  • "A wild stretch of land"
  • "Waste places"
    synonym:
  • godforsaken
  • ,
  • waste
  • ,
  • wild

1. Βρίσκεται σε μια θλιβερή ή απομακρυσμένη περιοχή

  • Απολέπιση
  • "Ένα έρημο νησί"
  • "Ένα αποτρόπαιο σταυροδρόμι ερήμου"
  • "Ένα άγριο τμήμα γης"
  • "Απόβλητα μέρη"
    συνώνυμο:
  • αποκαλυφθεί από τον Θεό
  • ,
  • απόβλητα
  • ,
  • άγριος

Examples of using

My mother has taught me not to waste money.
Η μητέρα μου με έμαθε να μην σπαταλάω χρήματα.
There's no way to waste more time than by learning Esperanto.
Δεν υπάρχει τρόπος να χάνεις περισσότερο χρόνο από το να μαθαίνεις την Εσπεράντο.
I think that games such as Candy Crush are a waste of time.
Νομίζω ότι τα παιχνίδια όπως η Κάντι Τσίπρα είναι χάσιμο χρόνου.