Translation meaning & definition of the word "wasp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βυθίστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wasp
[Σφήκα]/wɑsp/
noun
1. A white person of anglo-saxon ancestry who belongs to a protestant denomination
- synonym:
- WASP ,
- white Anglo-Saxon Protestant
1. Ένας λευκός άνθρωπος αγγλοσαξονικής καταγωγής που ανήκει σε προτεσταντικό δόγμα
- συνώνυμο:
- ΣΦΉΚΑ ,
- λευκό Αγγλοσάξονα Προτεστάντης
2. Social or solitary hymenopterans typically having a slender body with the abdomen attached by a narrow stalk and having a formidable sting
- synonym:
- wasp
2. Οι κοινωνικές ή μοναχικές υμενοπτέρες έχουν συνήθως ένα λεπτό σώμα με την κοιλιά που συνδέεται με ένα στενό μίσχο και έχουν ένα τρομερό τσίμπημα
- συνώνυμο:
- σφήκα