Translation meaning & definition of the word "washer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλυντήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Washer
[Πλυντήριο]/wɑʃər/
noun
1. Someone who washes things for a living
- synonym:
- washer
1. Κάποιος που πλένει τα πράγματα για να ζήσει
- συνώνυμο:
- πλυντήριο
2. Seal consisting of a flat disk placed to prevent leakage
- synonym:
- washer
2. Σφραγίδα που αποτελείται από έναν επίπεδο δίσκο που τοποθετείται για να αποτρέψει τη διαρροή
- συνώνυμο:
- πλυντήριο
3. A home appliance for washing clothes and linens automatically
- synonym:
- washer ,
- automatic washer ,
- washing machine
3. Μια οικιακή συσκευή για το πλύσιμο των ρούχων και των κλινοσκεπασμάτων αυτόματα
- συνώνυμο:
- πλυντήριο ,
- αυτόματο πλυντήριο