Translation meaning & definition of the word "washbasin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Washbasin
[Ντουσαμίν]/wɑʃbesən/
noun
1. A bathroom sink that is permanently installed and connected to a water supply and drainpipe
- Where you can wash your hands and face
- "He ran some water in the basin and splashed it on his face"
- synonym:
- washbasin ,
- basin ,
- washbowl ,
- washstand ,
- lavatory
1. Ένας νεροχύτης μπάνιου που είναι μόνιμα εγκατεστημένος και συνδεδεμένος με παροχή νερού και σωλήνα αποχέτευσης
- Όπου μπορείτε να πλύνετε τα χέρια και το πρόσωπό σας
- "Έτρεξε λίγο νερό στη λεκάνη και το έριξε στο πρόσωπό του"
- συνώνυμο:
- νιπτήρα ,
- λεκάνη ,
- πλύσιμο ,
- πλυντήριο ,
- τουαλέτα
2. A basin for washing the hands (`wash-hand basin' is a british expression)
- synonym:
- washbasin ,
- handbasin ,
- washbowl ,
- lavabo ,
- wash-hand basin
2. Μια λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών (`λεκάνη χεριών πλύσης` είναι μια βρετανική έκφραση)
- συνώνυμο:
- νιπτήρα ,
- χειροβασιλείου ,
- πλύσιμο ,
- λαβάμπο ,
- λεκάνη πλυσίματος