Translation meaning & definition of the word "wash" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλύση" στην ελληνική γλώσσα
Wash
[Πλύσιμο]noun
1. A thin coat of water-base paint
- synonym:
- wash
1. Ένα λεπτό παλτό του χρώματος νερού-βάσης
- συνώνυμο:
- πλένω
2. The work of cleansing (usually with soap and water)
- synonym:
- wash ,
- washing ,
- lavation
2. Το έργο του καθαρισμού (συνήθως με σαπούνι και νερό)
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- πλύσιμο ,
- πλύση
3. The dry bed of an intermittent stream (as at the bottom of a canyon)
- synonym:
- wash ,
- dry wash
3. Το ξηρό κρεβάτι ενός διαλείποντος ρέματος (ας στο κάτω μέρος ενός φαραγγιού)
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- στεγνό πλύσιμο
4. The erosive process of washing away soil or gravel by water (as from a roadway)
- "From the house they watched the washout of their newly seeded lawn by the water"
- synonym:
- washout ,
- wash
4. Η διαβρωτική διαδικασία του πλυσίματος του εδάφους ή του χαλικιού με νερό (ας από ένα οδόστρωμα)
- "Από το σπίτι παρακολουθούσαν το ξεπλύσιμο του νεοσπόρου γκαζόν τους από το νερό"
- συνώνυμο:
- ξεπλένω ,
- πλένω
5. The flow of air that is driven backwards by an aircraft propeller
- synonym:
- slipstream ,
- airstream ,
- race ,
- backwash ,
- wash
5. Η ροή του αέρα που οδηγείται προς τα πίσω από μια έλικα αεροσκαφών
- συνώνυμο:
- πλατύφορασ ,
- αεροπορικό ρεύμα ,
- αγώνας ,
- αντίδραση ,
- πλένω
6. A watercolor made by applying a series of monochrome washes one over the other
- synonym:
- wash ,
- wash drawing
6. Μια υδατογραφία που γίνεται με την εφαρμογή μιας σειράς μονόχρωμων πλύσεων το ένα πάνω στο άλλο
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- πλύσιμο
7. Garments or white goods that can be cleaned by laundering
- synonym:
- laundry ,
- wash ,
- washing ,
- washables
7. Ενδύματα ή λευκά αγαθά που μπορούν να καθαριστούν με το ξέπλυμα
- συνώνυμο:
- πλυντήριο ,
- πλένω ,
- πλύσιμο ,
- πλένονται
8. Any enterprise in which losses and gains cancel out
- "At the end of the year the accounting department showed that it was a wash"
- synonym:
- wash
8. Κάθε επιχείρηση στην οποία ακυρώνονται οι ζημίες και τα κέρδη
- "Στο τέλος του έτους το λογιστήριο έδειξε ότι ήταν ένα πλύσιμο"
- συνώνυμο:
- πλένω
verb
1. Clean with some chemical process
- synonym:
- wash ,
- rinse
1. Καθαρίστε με κάποια χημική διαδικασία
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- ξεπλύνετε
2. Cleanse (one's body) with soap and water
- synonym:
- wash ,
- lave
2. Καθαρίστε το σώμα του ( με σαπούνι και νερό
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- λέιβ
3. Cleanse with a cleaning agent, such as soap, and water
- "Wash the towels, please!"
- synonym:
- wash ,
- launder
3. Καθαρίστε με ένα προϊόν καθαρισμού, όπως το σαπούνι και το νερό
- "Πλύνετε τις πετσέτες, παρακαλώ!"
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- ξέπλυμα
4. Move by or as if by water
- "The swollen river washed away the footbridge"
- synonym:
- wash
4. Μετακινηθείτε προς ή σαν από το νερό
- "Ο πρησμένος ποταμός έπλυνε τη γέφυρα"
- συνώνυμο:
- πλένω
5. Be capable of being washed
- "Does this material wash?"
- synonym:
- wash
5. Να είστε σε θέση να πλυθείτε
- "Πλένει αυτό το υλικό?"
- συνώνυμο:
- πλένω
6. Admit to testing or proof
- "This silly excuse won't wash in traffic court"
- synonym:
- wash
6. Παραδεχτείτε τη δοκιμή ή την απόδειξη
- "Αυτή η ανόητη δικαιολογία δεν θα πλυθεί στο τροχαίο δικαστήριο"
- συνώνυμο:
- πλένω
7. Separate dirt or gravel from (precious minerals)
- synonym:
- wash
7. Ξεχωριστή βρωμιά ή χαλίκι από (πολύτιμα ορυκτά)
- συνώνυμο:
- πλένω
8. Apply a thin coating of paint, metal, etc., to
- synonym:
- wash
8. Εφαρμόστε ένα λεπτό επίστρωμα του χρώματος, του μετάλλου, κ.λπ., για
- συνώνυμο:
- πλένω
9. Remove by the application of water or other liquid and soap or some other cleaning agent
- "He washed the dirt from his coat"
- "The nurse washed away the blood"
- "Can you wash away the spots on the windows?"
- "He managed to wash out the stains"
- synonym:
- wash ,
- wash out ,
- wash off ,
- wash away
9. Αφαιρέστε με την εφαρμογή νερού ή άλλου υγρού και σαπουνιού ή κάποιου άλλου καθαριστικού μέσου
- "Έπλυνε τη βρωμιά από το παλτό του"
- "Η νοσοκόμα έπλυνε το αίμα"
- "Μπορείς να πλύνεις τα σημεία στα παράθυρα?"
- "Κατάφερε να ξεπλύνει τους λεκέδες"
- συνώνυμο:
- πλένω ,
- ξεπλένω
10. Form by erosion
- "The river washed a ravine into the mountainside"
- synonym:
- wash
10. Μορφή από τη διάβρωση
- "Ο ποταμός έπλυνε μια χαράδρα στην πλαγιά του βουνού"
- συνώνυμο:
- πλένω
11. Make moist
- "The dew moistened the meadows"
- synonym:
- moisten ,
- wash ,
- dampen
11. Κάνω υγρό
- "Η δροσιά υγράνει τα λιβάδια"
- συνώνυμο:
- υγραίνω ,
- πλένω
12. Wash or flow against
- "The waves laved the shore"
- synonym:
- lave ,
- lap ,
- wash
12. Πλύνετε ή να παραδώσετε
- "Τα κύματα πλαισίωσαν την ακτή"
- συνώνυμο:
- λέιβ ,
- περιπλανώμαι ,
- πλένω
13. To cleanse (itself or another animal) by licking
- "The cat washes several times a day"
- synonym:
- wash
13. Για να καθαρίσετε τον εαυτό σας ( ή άλλο ζώο) με γλείψιμο
- "Η γάτα πλένει αρκετές φορές την ημέρα"
- συνώνυμο:
- πλένω