Translation meaning & definition of the word "wary" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προειδοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wary
[Περιπλανώμενοσ]/wɛri/
adjective
1. Marked by keen caution and watchful prudence
- "They were wary in their movements"
- "A wary glance at the black clouds"
- "Taught to be wary of strangers"
- synonym:
- wary
1. Χαρακτηρίζεται από έντονη προσοχή και προσεκτική σύνεση
- "Ήταν προσεκτικοί στις κινήσεις τους"
- "Μια επιφυλακτική ματιά στα μαύρα σύννεφα"
- "Διδάσκεται να είναι επιφυλακτικός με τους ξένους"
- συνώνυμο:
- επιφυλακτικόσ
2. Openly distrustful and unwilling to confide
- synonym:
- leery ,
- mistrustful ,
- suspicious ,
- untrusting ,
- wary
2. Ανοιχτά δυσπιστία και απρόθυμη να εμπιστευτεί
- συνώνυμο:
- λιευτικόσ ,
- δυσπιστία ,
- ύποπτος ,
- αναξιόπιστοσ ,
- επιφυλακτικόσ