Translation meaning & definition of the word "wartime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καιρός πολέμου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Wartime
[Πόλεμος]/wɔrtaɪm/
noun
1. A period of time during which there is armed conflict
- synonym:
- wartime
1. Χρονικό διάστημα κατά το οποίο υπάρχει ένοπλη σύγκρουση
- συνώνυμο:
- πολέμου