Translation meaning & definition of the word "warship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παρασκήνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warship
[Πολεμικό πλοίο]/wɔrʃɪp/
noun
1. A government ship that is available for waging war
- synonym:
- warship ,
- war vessel ,
- combat ship
1. Ένα κυβερνητικό πλοίο που είναι διαθέσιμο για τη διεξαγωγή πολέμου
- συνώνυμο:
- πολεμικό πλοίο ,
- πολεμικό σκάφος ,
- μαχητικό πλοίο