Translation meaning & definition of the word "warren" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βάρβαρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Warren
[Γουόρεν]/wɔrən/
noun
1. United states writer and poet (1905-1989)
- synonym:
- Warren ,
- Robert Penn Warren
1. Ηνωμένες πολιτείες συγγραφέας και ποιητής (1905-1989)
- συνώνυμο:
- Γουόρεν ,
- Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν
2. United states jurist who served as chief justice of the united states supreme court (1891-1974)
- synonym:
- Warren ,
- Earl Warren
2. Αμερικανός νομικός που υπηρέτησε ως επικεφαλής δικαιοσύνη του ανωτάτου δικαστηρίου των ηνωμένων πολιτειών (1891-1974)
- συνώνυμο:
- Γουόρεν ,
- Ο Ερλ Γουόρεν
3. A series of connected underground tunnels occupied by rabbits
- synonym:
- warren ,
- rabbit warren
3. Μια σειρά συνδεδεμένων υπόγειων σηράγγων που καταλαμβάνονται από κουνέλια
- συνώνυμο:
- γουόρεν ,
- κουνέλι πολέμαρχος
4. An overcrowded residential area
- synonym:
- warren ,
- rabbit warren
4. Μια υπερπλήρης κατοικημένη περιοχή
- συνώνυμο:
- γουόρεν ,
- κουνέλι πολέμαρχος
5. A colony of rabbits
- synonym:
- warren
5. Αποικία κουνελιών
- συνώνυμο:
- γουόρεν